ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

 

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΟ ΦΟΒΟ ΣΟΥ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

  

Κύριε, δεν έχω το φόβο σου μέσα μου

 

Κάποιος Γέροντας ζοῦσε μόνος στὴ μονὴ τῶν Μονιδίων καὶ ἡ παντοτινή του προσευχὴ ἦταν ἡ ἑξῆς:

«Κύριε, δὲν ἔχω τὸν φόβο σου μέσα μου, γι᾿ αὐτὸ στεῖλε μου κάποιον κεραυνὸ ἢ κάποια ἄλλη δύσκολη περίσταση, ἢ ἀρρώστια ἢ δαίμονα, μήπως ἔστω καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο φοβηθεῖ ἡ πωρωμένη μου ψυχή».

Αὐτὰ ἔλεγε καὶ συνέχιζε νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό.

«Ξέρω ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὲ συγχωρήσεις. Γιατὶ ἁμάρτησα πολὺ σὲ σένα, Δέσποτα, ἀλλ᾿ ἂν εἶναι δυνατὸν λόγῳ τῆς εὐσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με. Ἂν ὅμως αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, τιμώρησέ με ἐδῶ στὴ γῆ, Δέσποτα, καὶ ἐκεῖ μὴ μὲ παιδεύσεις, ἀλλ᾿ ἐὰν καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, τιμώρησέ με ἐδῶ κατὰ ἕνα μέρος καὶ ἐκεῖ ἀνακούφισέ με, ἔστω καὶ λίγο, ἀπὸ τὴν τιμωρία τῆς κόλασης. Ἄρχισε ἀπὸ τώρα νὰ μὲ παιδεύεις, ἀλλὰ ἂς μὴν περιπέσω στὴν ὀργή σου, Δέσποτα».

 

Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιμονὴ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο μὲ ἀσταμάτητα δάκρυα, μὲ πολλὴ ταπείνωση στοὺς λογισμούς του καὶ μὲ νηστεῖες παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ σκεπτόταν:

«Άραγε τί νὰ σημαίνει ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται;»

 

Καὶ κάποια ἡμέρα ἐνῷ καθόταν κατὰ γῆς θλιμμένος καὶ θρηνοῦσε κατὰ τὴ συνήθειά του, νύσταξε, καὶ νά, τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ εἶπε:

«Τί ἔχεις, ἄνθρωπε, γιατί τόσο κλαῖς;»

Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος: «Ἐπειδὴ ἔπεσα, Κύριε».

Καὶ ὁ Ἰησοῦς ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε τοῦ λέει: «Σήκω ἐπάνω».

Ἀποκρίθηκε τότε ὁ πεσμένος στὴ γῆ: «Δὲν μπορῶ, ἂν δὲν μοῦ δώσεις τὸ χέρι σου».

Καὶ ἅπλωσε Ἐκεῖνος τὸ χέρι του καὶ τὸν σήκωσε καὶ τοῦ λέει πάλι μὲ καλοσύνη:

«Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπᾶσαι;»

«Και δὲν θέλεις, Κύριε, -ρωτᾷ ὁ ἀδελφός-νὰ κλάψω καὶ νὰ λυπηθῶ ποὺ τόσο σὲ πίκρανα;»

Τότε ὁ Κύριος ἅπλωσε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ, τὸ ἀγκάλιασε καὶ τοῦ λέει:

«Μη θλίβεσαι, ὁ Θεὸς θὰ εἶναι βοηθός σου ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Ἐπειδὴ ἐσὺ πόνεσες, δὲν θὰ στρέφεται πιὰ ἡ λύπη μου ἐναντίον σου. Ἐφόσον γιὰ σένα ἔχω χύσει τὸ αἷμα μου, δὲν θὰ δείξω πολὺ περισσότερο τὴ φιλανθρωπία μου καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ;»

 

Ὁ ἀδελφὸς συνῆλθε κατόπιν ἀπὸ τὴν ὀπτασία καὶ ἔνιωσε τὴν καρδιά του πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρά, γιατὶ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε καὶ ἔζησε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ πολλὴ ταπείνωση εὐχαριστώντας τὸν Θεό.