ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

 

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΠΟΥ ΟΤΑΝ ΕΒΛΕΠΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΝΑ ΑΜΑΡΤΑΝΕΙ ΤΟΝ ΚΑΤΕΚΡΙΝΕ

  

Ο αδελφός που όταν έβλεπε κάποιον να αμαρτάνει τον κατέκρινε

 

Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν Γέροντα:

«Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, πού, ὅταν δῶ κάποιον νὰ ἁμαρτάνει, τὸν κατακρίνω, καὶ ὅταν ἀκούσω γιὰ ἕναν ἀδελφὸ πὼς εἶναι ἀμελής, τὸν μισῶ καὶ θὰ χάσω ἔτσι τὴν ψυχή μου;»

 

Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:

«Ὅταν ἀκούσεις κάτι τέτοιο, ἀπομακρύνσου ἀμέσως ἀπ᾿ τὸν λογισμὸ αὐτὸ κάνοντας ἕνα ἅλμα καὶ σπεῦσε νὰ θυμηθεῖς τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἀναλογίσου δίπλα σου τὸ φρικτὸ βῆμα, τὸν ἀδέκαστο δικαστῆ, τοὺς πύρινους ποταμούς, ποὺ ρέουν μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βῆμα κοχλάζοντας μέσα στὴ φοβερὴ φλόγα, τὶς ἀκονισμένες ρομφαῖες, τὶς σκληρὲς τιμωρίες, τὴν κόλαση ποὺ δὲν ἔχει τέλος, τὴ νύχτα τὴν ἄφεγγη, τὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο, τὸ φαρμακερὸ φίδι, τὰ ἄλυτα δεσμά, τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν καὶ τὸν ὀδυρμὸ ποὺ δὲν ἔχει παρηγοριά. Αὐτὰ λοιπὸν νὰ σκέπτεσαι, τὴν ἀναπόφευκτη δηλαδὴ πανωλεθρία.

Κι ἐκεῖνος ὁ δικαστῆς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κατηγόρους οὔτε ἀπὸ μάρτυρες οὔτε ἀπὸ ἀποδείξεις οὔτε ἀπὸ ἔλεγχο. Ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὰ πεπραγμένα θὰ παρουσιασθεῖ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κάθε ἐνόχου. Τότε κανεὶς δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ βγεῖ καὶ νὰ μᾶς γλιτώσει ἀπὸ τὴν τιμωρία, οὔτε πατέρας οὔτε γιὸς οὔτε μητέρα μήτε θυγατέρα μήτε κανεὶς ἄλλος συγγενής, οὔτε γείτονας οὔτε φίλος οὔτε συνήγορος. Μήτε μπορεῖ τὴν ἐνοχὴ νὰ τὴν ἐξαγοράσει τὸ χρῆμα, ὁ περίσσιος πλοῦτος ἢ ἡ δύναμη. Ὅλα αὐτὰ σὰν νά ᾿ταν σκόνη θὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπ᾿ τὴ μέση, καὶ μόνος ὁ κρινόμενος θὰ πάρεις τὶς ἀπολαβές του γιὰ ὅσα ἔπραξε, ἢ τὴν ἀθωωτικὴ ἀπόφαση ἢ τὴν καταδικαστική. Τότε κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ μπορεῖ νὰ κριθεῖ γιὰ χάρη ἄλλου. Ὁ καθένας θὰ κριθεῖ χωριστὰ γιὰ ὅσα διέπραξε.

Γνωρίζοντας αὐτὲς τὶς ἀλήθειες μὴν κατακρίνεις κανέναν καὶ θὰ εἶσαι πάντα εἰρηνικός».