ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ

  

Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ

ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ

 

Ἔχουν διαλυθῆ ὅλα, οἰκογένεια, παιδεία, ὑπηρεσίες... Ἄ, δὲν τοὺς καίγεται καρφί! Τίποτε δὲν ἔχουν μέσα τους... Πήγαινε σὲ μιὰ σχολὴ καὶ θὰ δῆς· ἂν λ.χ. χτυποῦν τὰ παράθυρα ἀπὸ τὸν ἀέρα, ζήτημα νὰ βρεθῆ ἕνα παιδὶ νὰ τὰ κλείση, γιὰ νὰ μὴ σπάσουν. Ἄλλα θὰ χαζεύουν, ἄλλα θὰ κοιτάζουν πῶς χτυποῦν, ἄλλα θὰ περνοῦν ἀπὸ ᾿κεῖ σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Ἀδιαφορία! Μοῦ ἔλεγε ἕνας ἀξιωματικὸς ποὺ ἦταν ὑπεύθυνος στὶς ἀποθῆκες: «Τρομάζω νὰ βρῶ ἕναν στρατιώτη σωστό, νὰ τὸν βάλω φρουρὸ στὴν ἀποθήκη πετρελαίων, γιὰ νὰ μὴ βάλουν οἱ ἄλλοι καμμιὰ φωτιὰ ἢ ὁ ἴδιος μὴν πετάξη κανένα τσιγάρο ἀπρόσεκτα».

 

Ὑπάρχει ἕνα πνεῦμα χλιαρό, καθόλου ἀνδρισμός. Χαλάσαμε τελείως! Πῶς μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός! Παλιὰ τί ἀξιοπρέπεια ὑπῆρχε! Τί φιλότιμο! Στὸν πόλεμο τοῦ ᾿40, στὰ σύνορα, οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν πότε-πότε κάποια ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Ἕλληνες φρουροὺς καὶ ἔκαναν καμμιὰ ἐπίσκεψη στὸ ἑλληνικὸ φυλάκιο. Καὶ νὰ δῆτε τί φιλότιμο οἱ Ἕλληνες! Μιὰ φορὰ ποὺ πῆγαν οἱ Ἰταλοὶ στὸ ἑλληνικὸ φυλάκιο, οἱ Ἕλληνες ἔβαλαν νὰ τοὺς φτιάξουν καφέ. Βγάζει τότε μπροστά τους ἕνας Ἕλληνας ἀξιωματικὸς ἕνα μάτσο χρήματα, πενηντάρικα, ἑκατοστάρικα – καὶ εἶχαν ἀξία τότε αὐτὰ τὰ χρήματα – καὶ τὰ ρίχνει γιὰ προσάναμμα στὴν φωτιά, γιὰ νὰ δείξη στοὺς Ἰταλοὺς ὅτι εἶναι πλούσιο τὸ ἑλληνικὸ κράτος! Οἱ Ἰταλοὶ τὰ ἔχασαν. Βλέπετε θυσία!

 

Σήμερα μπῆκε καὶ σ' ἐμᾶς τὸ πνεῦμα ποὺ συναντάει κανεὶς στὰ κομμουνιστικὰ κράτη. Στὴν Ρωσία, παρόλο ποὺ φέτος (1) εἶχαν σοδειά, ξέρετε τί πεῖνα θὰ ἔχουν; Δὲν θέρισαν τὸ σιτάρι στὸν καιρό του· πῆγαν τὸ φθινόπωρο νὰ θερίσουν. Θερίζουν τὸ φθινόπωρο; Ἂν δὲν εἶναι δικό τους, πῶς νὰ τὸ πονέσουν καὶ νὰ πᾶνε νὰ τὸ θερίσουν; Ἡ ζωή τους εἶναι μιὰ ἀγγαρεία. Δὲν ἔχουν τὸν ζῆλο νὰ δημιουργήσουν κάτι, γιατὶ τόσα χρόνια δὲν δημιουργοῦσαν. Μὲ αὐτὸ τὸ ρέμπελο πνεῦμα ποὺ μπῆκε, μὲ αὐτὴν τὴν ἀδιαφορία, πάει, βούλιαξε ὅλο τὸ κράτος. Βρέχει καὶ εἶναι ἁπλωμένο τὸ σιτάρι; Δὲν τοὺς νοιάζει. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγουν; Φεύγουν. Τὸ  παίρνει τὸ σιτάρι ἡ βροχή. Τὴν ἄλλη μέρα θὰ πᾶνε στὴν ὥρα τους νὰ μαζέψουν ὅσο ἔμεινε! Ὅταν ὅμως εἶναι δικό σου τὸ σιτάρι καὶ τὸ ἔχης ἁπλωμένο στὸ ἁλώνι, ἂν βρέξη, τὸ ἀφήνεις νὰ χαθῆ; Δὲν θὰ κοιμηθῆς, γιὰ νὰ τὸ σώσης. Καὶ νιώθεις χαρά, ἀγαλλίαση ἀπὸ τὴν κούραση.

 

Ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸν Θεὸ φέρνει τὴν ἀδιαφορία καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα· φέρνει τὴν ἀποσύνθεση. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Λατρεύει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ καὶ ὕστερα ἀγαπάει καὶ τοὺς γονεῖς του, τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς του, τὴν δουλειά του, τὸ χωριό του, τὸν νομό του, τὸ κράτος του, τὴν πατρίδα του. Ἕνας ποὺ δὲν ἀγαπάει τὸν Θεό, τὴν οἰκογένειά του, δὲν ἀγαπάει τίποτε· καὶ φυσικὰ δὲν ἀγαπάει οὔτε τὴν πατρίδα του, γιατὶ καὶ ἡ πατρίδα εἶναι μιὰ μεγάλη οἰκογένεια. Θέλω νὰ πῶ, ὅλα ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινᾶνε. Δὲν πιστεύει ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό, καὶ μετὰ οὔτε γονεῖς οὔτε οἰκογένεια οὔτε χωριὸ οὔτε πατρίδα ὑπολογίζει. Καὶ αὐτὰ εἶναι ποὺ πᾶνε τώρα νὰ διαλύσουν, γι' αὐτὸ δημιουργοῦν μιὰ κατάσταση ρεμπελιό. Μοῦ ἔγραφε ἕνας ἀστυνομικός: «Δὲν μπόρεσα νὰ ἔρθω, γιατὶ μοῦ ἔπεσε πολλὴ δουλειά. Μείναμε δύο στὴν περιοχή, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ὀκτώ». Ἀκοῦς πράγματα; Ἀντὶ τώρα νὰ προσθέσουν ἄλλους δύο, ἀφήνουν μόνο δύο!

 

Εὐτυχῶς ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις. Ἦρθε μιὰ φορὰ ἕνας πατέρας καὶ μοῦ λέει: «Κάνε προσευχὴ γιὰ τὸν  Ἄγγελο, γιατὶ θὰ τὸν σκοτώσουν». Τὸν ἤξερα τὸν γιό του ἀπὸ μικρὸ παιδί. Τότε ὑπηρετοῦσε τὴν θητεία του. «Γιατί, τοῦ λέω, τί συμβαίνει;». «Πῆγε μιὰ φορά, μοῦ λέει, καὶ βρῆκε τοὺς ἄλλους νὰ παίζουν χαρτιά, ἐνῶ εἶχαν ὑπηρεσία. Τοὺς ἔκανε παρατήρηση· δὲν τὸν ἄκουσαν. Τοὺς ἔκανε μετὰ ἀναφορά, καὶ ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν σκοτώση». «Κοίταξε, τοῦ λέω, γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν, δὲν τὸν σκοτώνουν. Ἐγὼ θὰ κάνω προσευχή, γιὰ νὰ μὴν περάσουν τὸν Ἄγγελο στρατοδικεῖο, ποὺ δὲν ἔπαιζε καὶ αὐτὸς χαρτιά...»!

 

Ἔμαθα καὶ κάτι ἄλλο καὶ εἶπα: «Δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχουν ἀκόμη Ἕλληνες ποὺ πονοῦν γιὰ τὴν πατρίδα». Ἕνας ἀεροπόρος, ἐπειδὴ εἶχαν παραβιάσει τὰ σύνορα τουρκικὰ ἀεροπλάνα, ἔκανε προσπάθεια νὰ τὰ προσπεράση λίγο, γιὰ νὰ βγάλη φωτογραφία καὶ νὰ ἀποδείξη ὅτι παραβίασαν τὰ σύνορα. «Παράτησέ το», τοῦ φώναζε ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸν ἀσύρματο, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἐπέμενε, προσπαθοῦσε... Ὁ Τοῦρκος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε μεγαλύτερο ἀεροπλάνο καὶ ἔτρεχε πιὸ πολὺ καὶ τὸ πήγαινε πιὸ χαμηλά, μέχρι ποὺ ὁ Ἕλληνας, ὁ καημένος, βούλιαξε στὴν θάλασσα! Καὶ εἶναι ἄλλοι ποὺ μόνο βόλτες κάνουν μὲ τὸ ἀεροπλάνο! Πόσο διαφέρει δηλαδή!

Χρειάζεται νὰ μπῆ κανεὶς στὸ νόημα, νὰ αἰσθανθῆ τὸ καλὸ ὡς ἀνάγκη, ἀλλιῶς εἶναι ἕνα ρέμπελο πράγμα. Ἄντε τώρα νὰ βάλης κάποιον ἀγγαρεία νὰ πάη νὰ πολεμήση! Θὰ κοιτάη νὰ φύγη ἀπὸ ᾿δῶ, νὰ γλυτώση ἀπὸ ᾿κεῖ. Ὅταν καταλάβη ὅμως τί κακὸ θὰ κάνη ὁ ἐχθρός, πάει ἐθελοντὴς μετά.

 

1) Εἰπώθηκε τὸ 1990.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ