ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΑΝΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΕΒΑΣΜΟΥ

  

Η ΠΑΡΡΗΣΙΑ ΔΙΩΧΝΕΙ ΤΗΝ ΕΥΛΑΒΕΙΑ

 

Ἡ παρρησία εἶναι ἀναίδεια καὶ διώχνει μακριά τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ σάν τὸν καπνό ποὺ βάζουμε στὶς μέλισσες, γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν κυψέλη.
 

Ἡ παρρησία στὸν ὑποτακτικό εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός του, γιατί διώχνει τὴν εὐλάβεια. Συνήθως στὴν παρρησία ἐπακολουθεῖ ἡ ἀνταρσία καὶ ἕπεται ἡ ἀναισθησία καὶ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὶς μικρές ἁμαρτίες στὴν ἀρχή, τὶς ὁποῖες σιγά-σιγὰ  συνηθίζει κανεὶς καὶ τὶς βλέπει μετά φυσιολογικές· ἀλλὰ ἀνάπαυση στὸ βάθος τῆς ψυχῆς δὲν ὑπάρχει παρά μόνον ἄγχος. Οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ ἄνθρωπος τί ἔχει, γιατί ἡ καρδιά ἐξωτερικά εἶναι γλιτσιασμένη καὶ δὲν αἰσθάνεται τὶς στραβοξυλιές ποὺ κάνει.


ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΛΟΤΗΤΑ ΚΙ ΑΛΛΟ Η ΠΑΡΡΗΣΙΑ

 

Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ ἁπλότητα ἄλλο ἡ παρρησία. Ἡ ἁπλότητα ἔχει καὶ εὐλάβεια μέσα της καὶ κάτι τὸ παιδικό. Ἡ παρρησία ἔχει θράσος.

Καὶ στὴν εὐθύτητα πολλές φορές μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀναίδεια. Μέσα στὴν εὐθύτητα καὶ μέσα στὴν ἁπλότητα πολλές φορές κρύβεται πολλή ἀναίδεια, ὅταν δὲν προσέχη ὁ ἄνθρωπος. Λέει: «Ἐγώ εἶμαι εὐθύς χαρακτήρας»ἤ «ἐγώ εἶμαι ἁπλός»καὶ μιλάει μὲ ἀναίδεια, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνη. Ἄλλο ὅμως ἁπλότητα ἄλλο ἀναίδεια.


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ

 

Πνευματική συστολή εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν καλή ἔννοια. Ὁ φόβος αὐτός, τὸ σφίξιμο αὐτό, φέρνει ἀγαλλίαση, στὰζει μέλι στὴν καρδιά· πνευματικό μέλι! Βλέπεις, ἕνα μικρό παιδάκι ποὺ εἶναι συνεσταλμένο σέβεται τὸν πατέρα του, συμμαζεύεται, καὶ ἀπὸ τὴν πολλή συστολή δὲν κοιτάζει τὸν πατέρα του. Πάει νὰ ρωτήση κάτι, κοκκινίζει! Αὐτὸ εἶναι γιὰ νὰ τὸ βάλης στὸ εἰκονοστὰσι. Ἄλλο παιδί σκέφτεται: «Πατέρας μου εἶναι» καὶ τεντώνεται μπροστὰ του ἀπρόσεκτα, μὲ θράσος. Καὶ ὅταν θέλη κάτι, ζητάει μὲ ἀπαίτηση νὰ τοῦ τὸ δώσουν, χτυπάει τὰ πόδια τοῦ κάτω, ἀπειλεῖ.

 

Σὲ μία οἰκογένεια καλή τὰ παιδιά κινοῦνται ἐλεύθερα. Ὑπάρχει ὁ σεβασμός, χωρίς τὰ παιδιά νὰ εἶναι κουμπωμένα· δὲν ὑπάρχει στρατιωτική πειθαρχία. Χαίρονται τὸν πατέρα τους, τὴν μάνα τους, καὶ ἐκεῖνοι τὰ χαίρονται. «Ἡ ἀγάπη δὲν γνωρίζει ἐντροπή», λέει ὁ Ἀββάς Ἰσαάκ (1). Ἔχει θάρρος, μὲ τὴν καλή ἔννοια. Ἔχει εὐλάβεια, σεβασμό μέσα τῆς αὐτή ἡ ἀγάπη· νικάει δηλαδή τὸν φόβο. Ἕνας ἔχει συστολή, διστὰζει, ἀλλὰ καὶ φοβᾶται, γιατί δὲν ἔχει τὴν πραγματική συστολή. Ἄλλος ἔχει συστολή, ἀλλὰ δὲν φοβᾶται, γιατί ἔχει τὴν πραγματική, τὴν πνευματική συστολή. Ὅταν εἶναι πνευματική ἡ συστολή, αἰσθάνεται κανεὶς χαρά. Τὸ παιδάκι λ.χ. ἀγαπάει τὸν πατέρα καὶ τὴν μάνα του μὲ παρρησία, κατὰ κάποιον τρόπο· δὲν φοβᾶται μήν τὸ χτυπήσουν. Παίρνει τὸ καπέλλο τοῦ πατέρα του, καὶ ἀξιωματικός νὰ εἶναι, τὸ πετάει καὶ χαίρεται. Ἔχει τὴν καλή ἁπλότητα· δὲν ἔχει τὴν ἀναίδεια. Νὰ ξεχωρίσουμε τὴν ἁπλότητα ἀπὸ τὴν ἀναίδεια. Ἄν λείψη ὁ σεβασμός, ἡ συστολή, φθάνουμε στὴν παρρησία, στὴν ἀναίδεια. Καὶ ἀκοῦς μετά τὴν κοπέλα νὰ κάθεται ξαπλωμένη καὶ νὰ λέη: «Μάνα, φέρε μου ἕνα ποτήρι νερό! Κρύο νὰ εἶναι!... Ά, δὲν εἶναι κρύο. Κρύο σου εἶπα νὰ μοῦ φέρης». Ἔτσι ξεκινοῦν καὶ φθάνουν ὕστερα καὶ λένε: «Καὶ γιατί ἡ γυναίκα νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα;» (2). Μέσα στὸν φόβο ὅμως ὑπάρχει ὁ σεβασμός καὶ μέσα στὸν σεβασμό ὑπάρχει ἡ ἀγάπη. Κάτι ποὺ τὸ σέβομαι, τὸ ἀγαπῶ κιόλας, καὶ κάτι ποὺ τὸ ἀγαπῶ, τὸ σέβομαι. Ἡ γυναίκα νὰ σέβεται τὸν ἄνδρα. Ὁ ἄνδρας νὰ ἀγαπᾶ τὴν γυναίκα. Ἀλλά τώρα ἰσοπεδώνουν τὰ πάντα καὶ διαλύονται μετά οἱ οἰκογένειες, γιατί πιάνουν τὸ Εὐαγγέλιο ἀνάποδα. «Πρέπει ἡ γυναίκα νὰ ὑπακούη», λέει ὁ ἄνδρας. Μά, ἄν δὲν ἔχης ἀγάπη, δὲν μπορεῖς οὔτε ἕνα γατί νὰ ὑποτάξης. Ἄν δὲν ἔχης ἀγάπη, ὁ ἄλλος δὲν πληροφορεῖται, καὶ οὔτε ἕνα ποτήρι νερό δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ ζητήσης νὰ σοῦ φέρη. Ὅταν κανεὶς σέβεται τὸν ἄλλον, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τοῦ σέβεται, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν ὑπολογίζει. Ὁ σεβασμός πρὸς τὸν ἄλλον ἔχει φιλότιμο. Ἐνῶ, ὅταν προσέχη κανεὶς τὸν ἑαυτό του, αὐτὸ δὲν ἔχει φιλότιμο.

 

 

1) Βλ. Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικά, Λόγος ΝΗ΄, σ. 236.

2) Βλ. Ἔφ. 5, 33.

 

 

  

ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ

 

Συνήθως σὲ μία οἰκογένεια οἱ μεγάλοι πειράζουν καὶ παίζουν τούς μικρούς καὶ ὄχι οἱ μικροί τους μεγάλους. Ἔτσι χαίρονται καὶ οἱ μικροί, χαίρονται καὶ οἱ μεγάλοι. Δὲν ταιριάζει ἕνας μικρός νὰ πειράζη τὸν παπποὺ ἤ τὴν γιαγιά. Φαντάζεσαι νὰ πηγαίνη τὸ παιδάκι στὰ καλά καθούμενα νὰ γαργαλεύη τὸν πατέρα του στὸν λαιμό; Ἄλλο ὅταν ὁ μεγάλος τσυγκλάη τὸν μικρό, καὶ ὁ μικρός χαίρεται καὶ κινεῖται μὲ μία καλή ἄνεση. Ἔτσι γίνεται ὁ μεγάλος μικρός καὶ χαίρονται καὶ οἱ δύο.

 

Εἶναι μερικοί ποὺ ἀπὸ συνήθεια καὶ ὄχι ἀπὸ πρόθεση νὰ ποῦν τὴν γνώμη τούς μιλοῦν μὲ παρρησία. Πάντως, ὅπως καὶ νὰ εἶναι, χρειάζεται σεβασμός στὸν μεγαλύτερο. Ἀλλά καὶ ὁ μεγάλος τὸν θέλει κατὰ κάποιον τρόπο τὸν σεβασμό. Καὶ ἄν ἔχη καὶ ἐλαττώματα, ἔχει ὅμως καὶ τὰ καλά του· ἔχει μία πείρα κ.λπ.

Ὅταν κανεὶς εἶναι μικρός, τότε, ἄν λ.χ. ἀκούση μία συζήτηση γιὰ ἕνα θέμα καὶ σκεφθῆ κάτι ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι πιὸ σωστό, ἄν πρόκειται γιὰ συνομήλικο, πρέπει νὰ πῆ: «Μοῦ πέρασε ὁ λογισμός». Ἄν πρόκειται γιὰ μεγαλύτερο στὴν ἡλικία, πρέπει νὰ πῆ: «Μοῦ πέρασε ἕνας βλάσφημος λογισμός». Καὶ τὸ σωστό νὰ πῆ κανείς, εἶναι ἀναίδεια, ἄν δὲν ἔχη ἁρμοδιότητα.

 

Ὅ,τι καὶ ἄν εἶναι ὁ μεγάλος, πρέπει νὰ τὸν σεβασθῆς γιὰ τὴν ἡλικία. Τὸν μεγαλύτερο θὰ τὸν σεβασθῆς γιὰ τὴν ἡλικία καὶ τὸν μικρότερο γιὰ τὴν εὐλάβεια. Ὅταν ὑπάρχη σεβασμός, ὁ μικρός σέβεται τὸν μεγάλο καὶ ὁ μεγάλος τὸν μικρό. Μέσα στὸν σεβασμό εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὴν τιμήν τὴν τιμήν» (1).

 

Ἀλλά ἡ Γραφή λέει «ἔλεγξον τὸν ἀδελφόν σου» (2), δὲν λέει «ἔλεγξον τὸν πατέρα σου». Οἱ σημερινοί νέοι ἔχουν λόγο, ἔχουν τὸ ἀντάρτικο, δίχως νὰ τὸ καταλαβαίνουν. Τὴν θεωροῦν φυσιολογική αὐτήν τὴν συμπεριφορά. Μιλοῦν μὲ ἀναίδεια καὶ σοῦ λένε: «Τὸ εἶπα ἁπλά». Ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τὸ ἀλήτικο, ποὺ δὲν σέβεται τίποτε. Δὲν ὑπάρχει σβεασμός στὴν συμπεριφορά τοῦ μικροῦ πρὸς τὸν μεγάλο καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουν πόσο κακό εἶναι αὐτό. Ὅταν ὁ μικρός λέη κατεστημένο τὸν σεβασμό στὸν μεγάλο, γιὰ νὰ ἔχη δῆθεν προσωπικότητα, τί περιμένεις; Χρειάζεται πολλή προσοχή. Τὸ κοσμικό πνεῦμα, τὸ σύγχρονο, λέει: «Μήν ἀκοῦτε τούς γονεῖς, τούς δασκάλους κ.λπ.». Γι’ αὐτὸ τὰ μικρότερα παιδιά γίνονται χειρότερα τώρα. Μεγαλύτερη ζημιά παθαίνουν ἰδίως ἐκεῖνα τὰ παιδιά ποὺ οἱ γονεῖς τους δὲν καταλαβαίνουν τί κακό τὰ κάνουν μὲ τὸ νὰ τὰ θαυμάζουν καὶ νὰ τὰ θεωροῦν σπουδαία, ὅταν μιλοῦν μὲ ἀναίδεια.

 

Εἶχαν ἔρθει στὸ Καλύβι δυὸ ξαδελφάκια ὀκτώ-ἐννιά χρονῶν μὲ τὸν πατέρα τους. Τὰ πῆρα τὸ ἕνα δεξιά, τὸ ἄλλο ἀριστερά. Ἦταν ἐκεῖ καὶ ἕνας γνωστός μου ζωγράφος, πολύ καλό παιδί καὶ καλλιτέχνης· σὲ ἕνα λεπτό, τάκ-τάκ, τὸν ζωγραφίζει τὸν ἄλλον. «Διονύση, τοῦ λέω, ζωγράφισε τὰ παιδιά ἔτσι ὅπως καθόμαστε μαζί». «Γιὰ νὰ δοῦμε, λέει, ἄν τὰ καταφέρω, γιατί κουνιοῦνται». Ἔβγαλε μία κόλλα καὶ ἄρχισε νὰ ζωγραφίζη. Πετιέται τὸ ἕνα καὶ λέει: «Γιὰ νὰ δοῦμε, βρέ βλάκα, τί θὰ φτιάξης!».καὶ νὰ εἶναι κόσμος μπροστὰ! Ὁ νέος δὲν ταράχτηκε καθόλου. «Αὐτὰ  εἶναι τὰ σημερινά παιδιά, Πάτερ!»., μοῦ λέει καὶ συνέχισε νὰ ζωγραφίζη. Ἐμένα μου ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι. Καὶ ὁ πατέρας του σάν νὰ μή συνέβαινε τίποτε! Νὰ λένε ἔτσι σὲ ἄνθρωπο τριάντα χρονῶν καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάθεται καὶ νὰ ζωγραφίζη! Ἀναίδεια, ἀσέβεια καὶ πόσα ἄλλα!... Φοβερό! Ἄντε τώρα κάποιο ἀπὸ αὐτὰ  τὰ παιδιά νὰ θελήση νὰ γίνη καλόγερος. Πόση δουλειά χρειάζεται, γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ παιδί σωστός μοναχός! Ὅταν οἱ μανάδες δὲν τὰ προσέχουν, καταστρέφονται τὰ παιδιά. Ὅλη ἡ βάση εἶναι οἱ μανάδες. Στὴν Ρωσία, ἄν ἄλλαξε κάτι, εἶναι γιατί οἱ μανάδες κρυφά κράτησαν τὴν πίστη, τὴν εὐλάβεια καὶ βοήθησαν τὰ παιδιά. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει καὶ λίγο προζύμι ἀπὸ χριστιανικές οἰκογένειες, ἀλλιῶς θὰ ἤμασταν χαμένοι.

 

Ἄν πιστέψουν ὅτι δὲν εἶναι καλό αὐτὸ ποὺ ἔκαναν, θὰ τὰ βοηθήση ὁ Χριστός. Δηλαδή, ἄν μπή ἡ καλή ἀνησυχία στὸν ἄνθρωπο, ἔληξε. Ἀλλά, ὅταν νομίζουν ὅτι ἔχουν δίκαιο καὶ λένε γιὰ τὸν ἡγούμενο ἤ τὴν ἡγουμένη: «Τί, δικτάτορα ἔχουμε ἐδῶ; Ποῦ ἀκούσθηκε αὐτὸ στὴν ἐποχή μας;», πῶς νὰ διορθωθοῦν; Φθάνουν μερικά καλογέρια σὲ σημεῖο νὰ μοῦ λένε τέτοιες χαζομάρες.

Σιγά-σιγὰ  χάνεται τελείως ὁ σεβασμός. Ἔρχονται στὸ Καλύβι νέα παιδιά καὶ τὰ περισσότερα κάθονται μὲ τὸ ἕνα πόδι πάνω στὸ ἄλλο καὶ οἱ γέροι δὲν ἔχουν ποὺ νὰ καθήσουν. Ἀλλά, ἐνῶ βλέπουν ὅτι τὰ κούτσουρα εἶναι πιὸ πέρα, βαριοῦνται νὰ πᾶνε δυὸ βήματα νὰ τὰ μεταφέρουν, γιὰ νὰ καθήσουν. Πρέπει ἐγώ νὰ τὰ φέρω. Καὶ ἐνῶ μὲ βλέπουν ποὺ τὰ κουβαλάω, δὲν ἔρχονται νὰ τὰ πάρουν. Νερό θέλουν νὰ πιοῦν καὶ δὲν πηγαίνουν μόνα τους νὰ πάρουν. Πρέπει ἐγώ νὰ τούς φέρω καὶ δεύτερο κύπελλο. Ὄχι, ἀλήθεια, μοῦ κάνει ἐντύπωση· κοτζάμ παλληκάρια· ἔρχονται παρέα τριάντα ἄτομα, μὲ βλέπουν νὰ φέρνω μία κάσα λουκούμια καὶ ἕνα μπετόνι νερό, νὰ κουβαλῶ καὶ τὰ κύπελλα, γιὰ νὰ τούς βολέψω, νὰ κουτσαίνω, καὶ νὰ μήν κουνιοῦνται, καὶ νὰ σηκώνεται νὰ μὲ βοηθήση ἕνας ταξίαρχος, ποὺ ἔχει μπαρουτοκαπνισθῆ. Νομίζουν ὅτι ὅπως πᾶνε σὲ ἕνα ἑστιατόριο ἤ σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο καὶ πάει τὸ γκαρσόν, ἔτσι καὶ στὸ Καλύβι θὰ ἔρθη τὸ γκαρσόν. Πέντε-ἔξι φορές ἔχω κάνει τὸ ἑξῆς: κάνω τὸν κόπο, φέρνω τὸ νερό καὶ τὸ χύνω μπροστὰ τους. «Ἐγώ νὰ σᾶς φέρω τὸ νερό, παλληκάρια, τούς λέω, ἀλλὰ δὲν σᾶς βοηθάει αὐτό!».

 

Στὰ ἀστικά αὐτοκίνητα βλέπεις μικρά παιδιά νὰ κάθωνται καὶ οἱ γέροι νὰ στέκωνται ὄρθιοι. Νέοι νὰ κάθωνται μὲ τὸ ἕνα πόδι πάνω στὸ ἄλλο καὶ μεγάλοι νὰ σηκώνωνται, γιὰ νὰ δώσουν τὴν θέση τους σὲ ἕναν γέρο. Οἱ νέοι δὲν τὴν δίνουν. «Τὴν πλήρωσα, λένε, τὴν θέση»καὶ κάθονται χωρίς νὰ ὑπολογίζουν κανέναν. Παλιότερα τί πνεῦμα ὑπῆρχε! Οἱ γυναῖκες κάθονταν στὰ σοκάκια δεξιά καὶ ἀριστερά καὶ, ὅταν περνοῦσε ὁ παπάς ἤ ἕνας ἡλικιωμένος, σηκώνονταν καὶ αὐτὸ μάθαιναν καὶ στὰ παιδιά τους.

Πόσες φορές ἀγανακτῶ! Νὰ εἶναι ἡλικιωμένοι, σοβαροί ἄνθρωποι καὶ μὲ ἀξιώματα καὶ νὰ βλέπης κάτι παιδιά μὲ μία ἀναίδιεα νὰ διακόπτουν τὴν συζήτηση, νὰ λένε χαζομάρες καὶ νὰ τὸ θεωροῦν κατόρθωμα. Τὰ κάνω νόημα νὰ σταματήσουν, τίποτε. Πρέπει νὰ τὰ κάνης ρεζίλι, γιὰ νὰ σταματήσουν· ἀλλιῶς δὲν γίνεται! Σὲ κανένα Πατερικό δὲν γράφει νὰ μιλοῦν ἔτσι οἱ νέοι. Τὸ Γεροντικό λέει, «εἶπε Γέρων», δὲν λέει «εἶπε νέος». Παλιά οἱ μικροί δὲν μιλοῦσαν μπροστὰ στούς μεγάλους καὶ χαίρονταν ποὺ δὲν μιλοῦσαν. Οὔτε κάθονταν ἐκεῖ ποὺ κάθονταν οἱ μεγάλοι. Εἶχαν μία συστολή, μία εὐλάβεια, κοκκίνιζαν, ὅταν μιλοῦσαν σὲ ἕναν μεγαλύτερο. Καὶ ἄν μιλοῦσε κανένα παιδί ἄσχημα στούς γονεῖς του, δὲν θὰ ἔβγαινε στὴν ἀγορά ἀπὸ ντροπή. Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἄν δὲν εἶχε ἄσπρα γένια κανείς, δὲν ἔμπαινε στὸν χορό νὰ ψάλη. Τώρα βλέπεις καὶ δόκιμοι μαζεύονται καὶ προδόκιμοι!... Τέλος πάντων, ἀλλὰ τουλάχιστον νὰ μάθουν νὰ κινοῦνται μὲ σεβασμό καὶ εὐλάβεια.

 

Καὶ βλέπεις μαθητή τῆς Ἀθωνιάδος νὰ λέη στὸν Σχολάρχη, ποὺ εἶναι καὶ Δεσπότης: «Ἅγιε Σχολάρχα, θὰ μιλήσουμε ἴσος πρὸς ἴσον». Ἐκεῖ φθάνουν! Καὶ τὸ κακό εἶναι ποῦ σου λέει: «Γιατί, τί εἶπα; Δὲν τὸ καταλαβαίνω». Δὲν λέει: «Μὲ συγχωρῆτε, ἔχει εὐλογία νὰ πῶ ἕναν λογισμό; Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀνοησία», ἀλλὰ ἕνα καὶ ἕνα σάν νὰ μή συμβαίνη τίποτε: «Ἡ γνώμη σου καὶ ἡ γνώμη μου». Κατάλαβες; Αὐτὸ τὸ πνεῦμα δυστυχῶς μπῆκε καὶ στὴν πνευματική ζωή καὶ στὸν Μοναχισμό. Ἀκοῦς δόκιμους μοναχούς νὰ λένε: «Ἐνῶ τοῦ τὸ εἶπα τοῦ Γέροντα, δὲν μὲ καταλαβαίνει! Ἐπανειλημμένως τοῦ τὸ εἶπα». «Καλά, πῶς τὸ λές αὐτὸ τὸ «ἐπανειλημμένως»; Ἔτσι εἶναι σάν νὰ λές: «Δὲν διορθώθηκε ὁ Γέροντας»». «Γιατί, λέει, δὲν μπορῶ νὰ ἐκφέρω τὴν γνώμη μου;». Εἶναι νὰ τινάζεσαι στὸν ἀέρα μὲ κάτι τέτοια. Καὶ στὸ τέλος σου λέει: «Σενοχωρέθηκες; Μὲ συγχωρῆς». Νὰ τὸν συγχωρήσω ὄχι Γι’ αὐτὰ  ποὺ εἶπε, ἀλλὰ γιατί ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι μου!

 

 

1) Βλ. Ρωμ. 13, 7.

2) Βλ. Ματθ. 18, 15.


 

  

ΦΘΑΝΟΥΝ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟ

 

Τώρα δὲν φθάνει ποὺ κρίνουν λαϊκούς, ὅλους τους πολιτικούς καὶ τούς ἐκκλησιαστικούς, ἀλλὰ κρίνουν καὶ Ἁγίους καὶ φθάνουν νὰ κρίνουν καὶ τὸν Θεό. «Ὁ Θεός, λένε, στὸ τάδε θέμα ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐνεργήση· δὲν ἐνήργησε σωστὰ. Αὐτὸ ὁ Θεὸς δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνη»! Ἀκοῦς κουβέντα; «Βρέ, παιδί μου, ἐσύ θὰ πῆς;». «Γιατί; Λέω τὴν γνώμη μου», σοῦ λέει καὶ δὲν καταλαβαίνει πόση ἀναίδεια ἔχει αὐτό. Τὸ κοσμικό πνεῦμα ἔχει καταστρέψει πολλά καλά πράγματα. Προχωράει τὸ κακό σὲ ἄσχημη κατάσταση, σὲ βλασφημία. Κρίνουν τὸν Θεό καὶ οὔτε τούς πειράζει ὁ λογισμός ὅτι εἶναι βλασφημία. Εἶναι καὶ μερικοί ποὺ ἔχουν μπόι καὶ, ἄν ἔχουν καὶ λίγη λογική, ἀρχίζουν: «Αὐτός εἶναι γιὰ μία χούφτα, ἐκεῖνος περπατάει στραβά, ὁ ἄλλος κάνει ἔτσι»καὶ δὲν ὑπολογίζουν κανέναν.

 

Ἦρθε μία φορά στὸ Καλύβι ἕνας καὶ μοῦ λέει: «Ὁ Θεὸς δὲν ἔπρεπε αὐτὸ νὰ τὸ κάνη ἔτσι». «Ἐσύ, τοῦ λέω, μπορεῖς νὰ κρατήσης μία πετρούλα στὸν ἀέρα; Αὐτὰ  τὰ ἀστέρια ποὺ βλέπεις, δὲν εἶναι μπίλιες ποὺ γυαλίζουν. Εἶναι ὁλόκληροι ὄγκοι ποὺ κινοῦνται ἰλιγγιωδῶς καὶ συγκρατοῦνται, χωρίς νὰ ἐκτροχιάζωνται». «Αὐτό, κατὰ τὴν γνώμη μου, δὲν ἔπρεπε νὰ γίνη ἔτσι», ξαναλέει. Ἀκοῦς κουβέντα! Μά ἐμεῖς θὰ κρίνουμε τὸν Θεό; Μπῆκε ἡ λογική καὶ ἔλειψε ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Καὶ ἄν τοῦ πῆς τίποτε, σοῦ λέει: «Μὲ συγχωρῆς, τὴν γνώμη μου εἶπα· δὲν μπορῶ νὰ πῶ τὴν γνώμη μου;». Τί ἀκούει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς! Εὐτυχῶς ποὺ δὲν μᾶς παίρνει τοῖς μετρητοῖς.

 

Στὴν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται ὅτι εἶπε ὁ Θεὸς στούς Ἰσραηλίτες (1): «Διῶξτε τούς Χαναναίους ἀπὸ τὴν χώρα τελείως». Γιὰ νὰ τὸ πῆ ὁ Θεός, κάτι ἤξερε. Ἀλλά αὐτοί εἶπαν: «Δὲν εἶναι πολύ φιλάνθρωπο αὐτό. Ἄς τούς ἀφήσουμε· ἄς μήν τούς ἐξοντώσουμε». Μετά ὅμως παρασύρθηκαν στὴν ἀνηθικότητα, στὴν εἰδωλολατρία, καὶ θυσίαζαν τὰ παιδιά τους στὰ εἴδωλα, ὅπως λέει στὸν Ψαλμό (2). Ὁ Θεὸς γιὰ ὅ,τι κάνει κάτι ξέρει. Καὶ λένε μερικοί μὲ ἀναίδεια: «Γιατί νὰ κάνη τὴν κόλαση ὁ Θεός;». Ἀρχίζει ἡ κρίση καὶ ἀπὸ ΄κεῖ καὶ πέρα δὲν ἔχει κανεὶς πνευματική κατάσταση, δὲν ἔχει λίγη Χάρη Θεοῦ, γιὰ νὰ καταλάβη λίγο πιὸ βαθιά, νὰ καταλάβη δηλαδή γιὰ ποιό λόγο ὁ Θεὸς ἔκανε κάτι. Τὸ «γιατί;»εἶναι κρίση, ὑπερηφάνεια, ἐγωισμός.

 

 

1) Βλ. Δεύτ. 7, 2 κ.ε.

2) Βλ. Ψαλμ. 105, 37: «Καὶ ἔθυσαν τούς υἱούς αὐτῶν καὶ τάς θυγατέρας αὐτῶν τοῖς δαιμονίοις».

3) Βλ. Γέν. 5, 4.

4) Βλ. Γέν. 4, 14-15.

 

 

  

Η ΑΝΑΙΔΕΙΑ ΔΙΩΧΝΕΙ ΤΗ ΘΕΙΑ ΧΑΡΗ

 

Χρειάζεται πολλή προσοχή. Ἡ ἄτακτη καὶ ἀπρόσεκτη συμπεριφορά εἶναι ἐμπόδιό της θείας Χάριτος. Ἡ ἔλλειψη τοῦ σεβασμοῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ νὰ πλησιάση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ἀτίθασα εἶναι τὰ παιδιά, τόσο ἐγκαταλείπονται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ κοσμική ἐλευθερία ἐδίωξε ὄχι μόνον τὴν εὐλάβεια ἀλλὰ καὶ τὴν κοσμική εὐγένεια. Ἔρχονται ἐκεῖ στὸ Καλύβι μερικά παιδιά καὶ φωνάζουν στὸν πατέρα τους: «Ἔ, πατέρα, ἔχεις τσιγάρα; τελείωσαν τὰ δικά μου». Ποῦ πρῶτα; Καὶ νὰ κάπνιζε κανένα, θὰ κάπνιζε κρυφά. Τώρα σάν νὰ μή συμβαίνη τίποτε! Πῶς νὰ μήν ἀπογυμνωθοῦν μετά τελείως ἀπὸ τὴν θεία Χάρη; Σήμερα κοπέλες βρίζουν τὰ ἀδέλφια τους, ἐπειδή θρησκεύουν, μπροστὰ στὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα μὲ τόσο βρώμικες κουβέντες, καὶ ὁ πατέρας δὲν λέει τίποτε. Σηκώθηκαν τὰ μαλλιά μου, ὅταν τὸ ἄκουσα. Παραμιλοῦσα, ὅταν ἔμεινα μόνος.

 

Τὸ κοσμικό περιβάλλον καὶ οἱ κοσμικοί γονεῖς καταστρέφουν τὰ παιδιά. Τὸ περιβάλλον ἐπιδρᾶ πολύ. Λίγα παιδιά εἶναι ποὺ ἔχουν συστολή καὶ φιλότιμο. Τὰ περισσότερα παιδιά ποὺ εἶναι ἄγρια, εἶναι γιατί φέρονται μὲ ἀναίδεια. Πολλοί γονεῖς μου φέρνουν τὰ παιδιά τους καὶ μοῦ λένε: «Πάτερ, τὸ παιδί μου ἔχει δαιμόνιο». Καὶ βλέπω ὅτι τὰ παιδιά δὲν ἔχουν δαιμόνιο –Θεὸς φυλάξοι! Λίγα εἶναι τὰ παιδιά ποὺ ἔχουν δαιμόνιο. Ὅλα τὰ ἄλλα ἔχουν μία ἐξωτερική δαιμονική ἐπήρεια. Δηλαδή τὸ δαιμόνιο τὰ κάνει κουμάντο ἄπ΄ ἔξω· δὲν εἶναι μέσα τους, ἀλλὰ τὴν δουλειά του καὶ ἄπ΄ ἔξω τὴν κάνει. Καὶ ἀπὸ ποῦ ξεκινάει; Ἀπὸ τὴν ἀναίδεια. Ὅταν τὰ παιδιά μιλοῦν μὲ ἀναίδεια στούς μεγαλυτέρους, διώχνουν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν φύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔρχονται τὰ ταγκαλάκια καὶ τὰ παιδιά ἀγριεύουν, κάνουν ἀταξίες. Ἐνῶ τὰ παιδιά ποὺ ἔχουν εὐλάβεια, σεβασμό, ἀκοῦν τούς γονεῖς, τούς δασκάλους, τούς μεγαλυτέρους, δέχονται συνέχεια τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχουν τὴν εὐλογία Του. Τὰ σκεπάζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἡ πολλή εὐλάβεια στὸν Θεό, μὲ τὸν πολύ σεβασμό στούς μεγαλυτέρους, φέρνει τὴν πολλή θεία Χάρη στὶς ψυχές καὶ τὶς χαριτώνει, μέχρι ποὺ προδίδονται ἀπὸ τὴν θεία λάμψη τῆς Χάριτος. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν πηγαίνει στὰ εὐλαβικά παιδιά. Καὶ τὰ παιδιά ποὺ ἔχουν σεβασμό, εὐλάβεια φαίνονται. Ἔχουν ἕνα βλέμμα ποὺ ἀκτινοβολεῖ! Καὶ ὅσο πιὸ πολύ σεβασμό ἔχουν στούς γονεῖς, στούς μεγαλυτέρους γενικά, τόσο δέχονται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

 

Ὅποιος ὅμως ἀρχίζει: «Ὄχι, θέλω ἐκεῖνο, θέλω τὸ ἄλλο», μὲ μία ἀπαίτηση, αὐτός θὰ γίνη ἀντάρτης, θὰ γίνη διάβολος. Γιατί καὶ ὁ Ἑωσφόρος ἤθελε νὰ βάλη τὸν θρόνο τοῦ πάνω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Νὰ δῆτε, ὅλα τὰ παιδιά ποὺ τούς κάνουν τὰ θελήματα γίνονται ἀνταρτάκια. Ἐὰν δὲν ματανοήσουν τὰ παιδιά αὐτά, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ κακό κύμα ποὺ τὰ χτυπάει, καὶ συνεχίσουν νὰ φέρωνται μὲ ἀναίδεια, τότε – Θεὸς φυλάξοι! – γίνεται διπλή ἐγκατάλειψη καὶ φθάνουν σὲ σημεῖο νὰ μιλοῦν ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν Θεό ἄσχημα, καὶ τότε πιά κουμαντάρονται ἀπὸ τὰ κακά πνεύματα.

 

 

  

«ΤΙΜΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ»

Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ

 

Ποῦ ἔχουν φθάσει σήμερα τὰ παιδιά! Δὲν σηκώνουν οὔτε ἕναν λόγο. Ποῦ νὰ σηκώσουν ξύλο! Δὲν ἔχουν σεβασμό· ἔχουν πολύ ἐγωισμό καὶ πολλά νεῦρα. Κάνουν κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας. Τὸ παιδί λέει στούς γονεῖς του: «Θὰ σᾶς πάω στὴν Ἀστυνομία». Πρόσφατα, παιδί δεκαπέντε χρονῶν ποὺ ἔκανε μία πολύ μεγάλη ἀταξία καὶ ὁ πατέρας τοῦ ἔδωσε ἕνα σκαμπίλι, πῆγε καὶ τοῦ ἔκανε μήνυση καὶ δίκασαν τὸν πατέρα. Ὁ πατέρας τὴν ὥρα τῆς δίκης εἶπε: «Μὲ ἀδικεῖτε, γιατί, ἄν δὲν ἔδινα τότε τὸ σκαμπίλι, θὰ ἔκλειναν τὸ παιδί μου στὴν φυλακή. Δὲν θὰ πονούσατε ἐσεῖς, ἐγώ θὰ πονοῦσα». Πιάνει λοιπόν τὸ παιδί, τοῦ δίνει δύο σκαμπίλια καὶ λέει: «Γι’ αὐτὰ  τὰ σκαμπίλια νὰ μὲ δικάσετε, ὄχι γιὰ κεῖνο. Τώρα βάλτε μὲ στὴν φυλακή, γιατί στὰ καλά καθούμενα τὸ χτύπησα».

 

Θέλω νὰ πῶ. Ἐκεῖ ἔχουν φθάσει τὰ παιδιά. Αὐτή ἡ νοοτροπία ὑπάρχει σήμερα. Παλιά οἱ γονεῖς μᾶς μάλωναν, ἔδιναν καὶ κανένα σκαμπίλι, ἀλλὰ δὲν μᾶς περνοῦσε κακός λογισμός. Δεχόμασταν καὶ τὸ ξύλο σάν τὸ χάδι, χωρίς νὰ ἀντιδράσουμε, χωρίς νὰ ἐξετάσουμε ἄν φταίγαμε πολύ ἤ λίγο. Πιστεύαμε ὅτι καὶ τὸ ξύλο γιὰ τὸ καλό μας ἦταν. Ξέραμε ὅτι οἱ γονεῖς μᾶς ἀγαποῦσαν καὶ πότε μᾶς χάιδευαν, πότε μᾶς φιλοῦσαν, πότε μᾶς ἔδιναν σκαμπίλι. Γιατί καὶ τὸ σκαμπίλι καὶ τὸ χάδι καὶ τὸ φίλημα τῶν γονέων, ὅλα –πῶς νὰ τὸ κάνεις; – εἶναι ἀπὸ ἀγάπη. Ὅταν οἱ γονεῖς δέρνουν τὰ παιδιά τους, ὑποφέρει ἡ καρδιά τους. Ὅταν τὰ παιδιά τρῶνε τὸ σκαμπιλάκι, πονάει τὸ μάγουλο. Ἑπομένως μεγαλύτερος εἶναι ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὸν πόνο στὸ μάγουλο. Ἡ μητέρα, ὅ,τι καὶ ἄν κάνη στὰ παιδιά της, εἴτε τὰ μαλώση εἴτε τὰ δείρη εἴτε τὰ χαϊδέψη, ὅλα ἀπὸ ἀγάπη τὰ κάνει καὶ ὅλα ἀπὸ τὴν ἴδια μητρική καρδιά βγαίνουν. Ὅταν ὅμως τὰ παιδιά δὲν τὸ καταλαβαίνουν αὐτὸ καὶ μιλοῦν μὲ ἀναίδεια, ἀντιδροῦν καὶ πεισμώνουν, τότε διώχνουν τὴν θεία Χάρη ἀπὸ μέσα τους, καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ δεχθοῦν μετά τὴν ἀνάλογη δαιμονική ἐπίδραση.

 

Ἐκεῖνα τὰ παιδιά ποὺ ἔχουν τέτοιους γονεῖς τὰ βοηθάει ὁ Θεός. Δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός. Οἱ ἄγριες γκορτσιές εἶναι γεμάτες γκόρτσια. Ἐκεῖ στὸν δρόμο γιὰ τὸ Καλύβι μου εἶναι μία ἄγρια κορομηλιά. Φύλλα δὲν φαίνονται, γιατί εἶναι γεμάτη κορόμηλα. Σπάζουν τὰ κλωνάρια ἀπὸ τὸν καρπό. Οἱ ἥμερες, πάρ΄ ὅλο ποὺ τὶς ραντίζουν, δὲν δίνουν καθόλου καρπό.

 

 

  

ΧΑΣΜΑ ΓΕΝΕΩΝ

 

Ὁ κόσμος ἔγινε τρελλοκομεῖο. Τὰ μικρά παιδιά κοιμοῦνται τὰ μεσάνυχτα, ἐνῶ πρέπει νὰ κοιμοῦνται μὲ τὸ ἡλιοβασίλεμα. Εἶναι κλεισμένα στὶς πολυκατοικίες, στὰ μπετά καὶ μπαίνουν στὸ πρόγραμμα τῶν μεγάλων. Τί νὰ κάνουν τὰ παιδιά, τί νὰ κάνουν καὶ οἱ γονεῖς; Ἔρχονται τὰ παιδιά καὶ μοῦ λένε: «Δὲν μᾶς καταλαβαίνουν οἱ γονεῖς». Ἔρχονται οἱ γονεῖς καὶ μοῦ λένε: «Δὲν μᾶς καταλαβαίνουν τὰ παιδιά μας». Ἔχει δημιουργηθῆ χάσμα ἀνάμεσα στούς γονεῖς καὶ τὰ παιδιά. Γιὰ νὰ ἐξαλειφθῆ, πρέπει οἱ γονεῖς νὰ ἔρθουν στὴν θέση τῶν παιδιῶν καὶ τὰ παιδιά στὴν θέση τῶν γονέων. Καὶ ἄν τώρα τὰ παιδιά δὲν παιδεύουν τούς γονεῖς, καὶ τὰ παιδιά τούς ἀργότερα δὲν θὰ τούς παιδεύουν. Ἐνῶ ἄν τώρα δὲν ἀκοῦν καὶ παιδεύουν τούς γονεῖς, καὶ τὰ δικά τους παιδιά ἀργότερα θὰ τούς βασανίζουν, γιατί θὰ λειτουργήσουν οἱ πνευματικοί νόμοι.


Ὅταν τὸ παιδί ἔχη φιλότιμο, δὲν βλάπτεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν γονέων. Ἄν ἐκμεταλλεύτεται τὴν ἀγάπη τους, θὰ καταστραφῆ. Ἄν τὸ παιδί βλάπτεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν γονέων, στὴν οὐσία τὸ παιδί εἶναι βλαμμένο. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ εὐγνωμονῆ τὸν Θεό γιὰ τούς γονεῖς, γιὰ τὴν ἀγάπη τους, ἐκεῖνο στενοχωριέται, γιατί τοῦ δείχνουν καλωσύνη, ἐνῶ ἄλλα παιδιά δὲν ἔχουν γονεῖς! Τί νὰ πῆς! Ὅταν ἕνα παιδί δὲν ἀναγωνρίζη τούς γονεῖς σάν εὐεργέτες του καὶ δὲν τούς ἀγαπάη –καὶ ἕνας λόγος παραπάνω ὅταν οἱ γονεῖς ἔχουν φόβο Θεοῦ – πῶς εἶναι δυνατόν νὰ σέβεται καὶ νὰ ἀγαπάη τὸν Θεό, τὸν μεγάλο του εὐεργέτη καὶ Πατέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ποῦ εἶναι πολύ δύσκολο νὰ τὸ καταλάβη στὴν παιδική ἡλικία;


 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ