ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ

  

Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ

ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ

 

Ἔχουν διαλυθῆ ὅλα, οἰκογένεια, παιδεία, ὑπηρεσίες... Ἄ, δὲν τοὺς καίγεται καρφί! Τίποτε δὲν ἔχουν μέσα τους... Πήγαινε σὲ μιὰ σχολὴ καὶ θὰ δῆς· ἂν λ.χ. χτυποῦν τὰ παράθυρα ἀπὸ τὸν ἀέρα, ζήτημα νὰ βρεθῆ ἕνα παιδὶ νὰ τὰ κλείση, γιὰ νὰ μὴ σπάσουν. Ἄλλα θὰ χαζεύουν, ἄλλα θὰ κοιτάζουν πῶς χτυποῦν, ἄλλα θὰ περνοῦν ἀπὸ ᾿κεῖ σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Ἀδιαφορία! Μοῦ ἔλεγε ἕνας ἀξιωματικὸς ποὺ ἦταν ὑπεύθυνος στὶς ἀποθῆκες: «Τρομάζω νὰ βρῶ ἕναν στρατιώτη σωστό, νὰ τὸν βάλω φρουρὸ στὴν ἀποθήκη πετρελαίων, γιὰ νὰ μὴ βάλουν οἱ ἄλλοι καμμιὰ φωτιὰ ἢ ὁ ἴδιος μὴν πετάξη κανένα τσιγάρο ἀπρόσεκτα».

 

Ὑπάρχει ἕνα πνεῦμα χλιαρό, καθόλου ἀνδρισμός. Χαλάσαμε τελείως! Πῶς μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός! Παλιὰ τί ἀξιοπρέπεια ὑπῆρχε! Τί φιλότιμο! Στὸν πόλεμο τοῦ ᾿40, στὰ σύνορα, οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν πότε-πότε κάποια ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Ἕλληνες φρουροὺς καὶ ἔκαναν καμμιὰ ἐπίσκεψη στὸ ἑλληνικὸ φυλάκιο. Καὶ νὰ δῆτε τί φιλότιμο οἱ Ἕλληνες! Μιὰ φορὰ ποὺ πῆγαν οἱ Ἰταλοὶ στὸ ἑλληνικὸ φυλάκιο, οἱ Ἕλληνες ἔβαλαν νὰ τοὺς φτιάξουν καφέ. Βγάζει τότε μπροστά τους ἕνας Ἕλληνας ἀξιωματικὸς ἕνα μάτσο χρήματα, πενηντάρικα, ἑκατοστάρικα – καὶ εἶχαν ἀξία τότε αὐτὰ τὰ χρήματα – καὶ τὰ ρίχνει γιὰ προσάναμμα στὴν φωτιά, γιὰ νὰ δείξη στοὺς Ἰταλοὺς ὅτι εἶναι πλούσιο τὸ ἑλληνικὸ κράτος! Οἱ Ἰταλοὶ τὰ ἔχασαν. Βλέπετε θυσία!

 

Σήμερα μπῆκε καὶ σ' ἐμᾶς τὸ πνεῦμα ποὺ συναντάει κανεὶς στὰ κομμουνιστικὰ κράτη. Στὴν Ρωσία, παρόλο ποὺ φέτος (1) εἶχαν σοδειά, ξέρετε τί πεῖνα θὰ ἔχουν; Δὲν θέρισαν τὸ σιτάρι στὸν καιρό του· πῆγαν τὸ φθινόπωρο νὰ θερίσουν. Θερίζουν τὸ φθινόπωρο; Ἂν δὲν εἶναι δικό τους, πῶς νὰ τὸ πονέσουν καὶ νὰ πᾶνε νὰ τὸ θερίσουν; Ἡ ζωή τους εἶναι μιὰ ἀγγαρεία. Δὲν ἔχουν τὸν ζῆλο νὰ δημιουργήσουν κάτι, γιατὶ τόσα χρόνια δὲν δημιουργοῦσαν. Μὲ αὐτὸ τὸ ρέμπελο πνεῦμα ποὺ μπῆκε, μὲ αὐτὴν τὴν ἀδιαφορία, πάει, βούλιαξε ὅλο τὸ κράτος. Βρέχει καὶ εἶναι ἁπλωμένο τὸ σιτάρι; Δὲν τοὺς νοιάζει. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγουν; Φεύγουν. Τὸ  παίρνει τὸ σιτάρι ἡ βροχή. Τὴν ἄλλη μέρα θὰ πᾶνε στὴν ὥρα τους νὰ μαζέψουν ὅσο ἔμεινε! Ὅταν ὅμως εἶναι δικό σου τὸ σιτάρι καὶ τὸ ἔχης ἁπλωμένο στὸ ἁλώνι, ἂν βρέξη, τὸ ἀφήνεις νὰ χαθῆ; Δὲν θὰ κοιμηθῆς, γιὰ νὰ τὸ σώσης. Καὶ νιώθεις χαρά, ἀγαλλίαση ἀπὸ τὴν κούραση.

 

Ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸν Θεὸ φέρνει τὴν ἀδιαφορία καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα· φέρνει τὴν ἀποσύνθεση. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Λατρεύει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ καὶ ὕστερα ἀγαπάει καὶ τοὺς γονεῖς του, τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς του, τὴν δουλειά του, τὸ χωριό του, τὸν νομό του, τὸ κράτος του, τὴν πατρίδα του. Ἕνας ποὺ δὲν ἀγαπάει τὸν Θεό, τὴν οἰκογένειά του, δὲν ἀγαπάει τίποτε· καὶ φυσικὰ δὲν ἀγαπάει οὔτε τὴν πατρίδα του, γιατὶ καὶ ἡ πατρίδα εἶναι μιὰ μεγάλη οἰκογένεια. Θέλω νὰ πῶ, ὅλα ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινᾶνε. Δὲν πιστεύει ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό, καὶ μετὰ οὔτε γονεῖς οὔτε οἰκογένεια οὔτε χωριὸ οὔτε πατρίδα ὑπολογίζει. Καὶ αὐτὰ εἶναι ποὺ πᾶνε τώρα νὰ διαλύσουν, γι' αὐτὸ δημιουργοῦν μιὰ κατάσταση ρεμπελιό. Μοῦ ἔγραφε ἕνας ἀστυνομικός: «Δὲν μπόρεσα νὰ ἔρθω, γιατὶ μοῦ ἔπεσε πολλὴ δουλειά. Μείναμε δύο στὴν περιοχή, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ὀκτώ». Ἀκοῦς πράγματα; Ἀντὶ τώρα νὰ προσθέσουν ἄλλους δύο, ἀφήνουν μόνο δύο!

 

Εὐτυχῶς ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις. Ἦρθε μιὰ φορὰ ἕνας πατέρας καὶ μοῦ λέει: «Κάνε προσευχὴ γιὰ τὸν  Ἄγγελο, γιατὶ θὰ τὸν σκοτώσουν». Τὸν ἤξερα τὸν γιό του ἀπὸ μικρὸ παιδί. Τότε ὑπηρετοῦσε τὴν θητεία του. «Γιατί, τοῦ λέω, τί συμβαίνει;». «Πῆγε μιὰ φορά, μοῦ λέει, καὶ βρῆκε τοὺς ἄλλους νὰ παίζουν χαρτιά, ἐνῶ εἶχαν ὑπηρεσία. Τοὺς ἔκανε παρατήρηση· δὲν τὸν ἄκουσαν. Τοὺς ἔκανε μετὰ ἀναφορά, καὶ ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν σκοτώση». «Κοίταξε, τοῦ λέω, γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν, δὲν τὸν σκοτώνουν. Ἐγὼ θὰ κάνω προσευχή, γιὰ νὰ μὴν περάσουν τὸν Ἄγγελο στρατοδικεῖο, ποὺ δὲν ἔπαιζε καὶ αὐτὸς χαρτιά...»!

 

Ἔμαθα καὶ κάτι ἄλλο καὶ εἶπα: «Δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχουν ἀκόμη Ἕλληνες ποὺ πονοῦν γιὰ τὴν πατρίδα». Ἕνας ἀεροπόρος, ἐπειδὴ εἶχαν παραβιάσει τὰ σύνορα τουρκικὰ ἀεροπλάνα, ἔκανε προσπάθεια νὰ τὰ προσπεράση λίγο, γιὰ νὰ βγάλη φωτογραφία καὶ νὰ ἀποδείξη ὅτι παραβίασαν τὰ σύνορα. «Παράτησέ το», τοῦ φώναζε ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸν ἀσύρματο, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἐπέμενε, προσπαθοῦσε... Ὁ Τοῦρκος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε μεγαλύτερο ἀεροπλάνο καὶ ἔτρεχε πιὸ πολὺ καὶ τὸ πήγαινε πιὸ χαμηλά, μέχρι ποὺ ὁ Ἕλληνας, ὁ καημένος, βούλιαξε στὴν θάλασσα! Καὶ εἶναι ἄλλοι ποὺ μόνο βόλτες κάνουν μὲ τὸ ἀεροπλάνο! Πόσο διαφέρει δηλαδή!

Χρειάζεται νὰ μπῆ κανεὶς στὸ νόημα, νὰ αἰσθανθῆ τὸ καλὸ ὡς ἀνάγκη, ἀλλιῶς εἶναι ἕνα ρέμπελο πράγμα. Ἄντε τώρα νὰ βάλης κάποιον ἀγγαρεία νὰ πάη νὰ πολεμήση! Θὰ κοιτάη νὰ φύγη ἀπὸ ᾿δῶ, νὰ γλυτώση ἀπὸ ᾿κεῖ. Ὅταν καταλάβη ὅμως τί κακὸ θὰ κάνη ὁ ἐχθρός, πάει ἐθελοντὴς μετά.

 

 

1) Εἰπώθηκε τὸ 1990.

 

 

  

ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ

 

Παλιὰ στὴν πατρίδα μου, στὰ Φάρασα, ἔλεγαν: «Ἂν ἔχης καμμιὰ δουλειά, μὴν τὴν ἀφήνης γιὰ αὔριο. Ἂν ἔχης καλὸ φαγητό, ἄσ' το γιὰ αὔριο, μήπως ἔρθη κανένας μουσαφίρης». Τώρα σκέφτονται: «Νὰ ἀφήσουμε τὴν δουλειά, μήπως ἔρθη κανεὶς αὔριο καὶ μᾶς βοηθήση. Τὸ καλὸ φαγητό, ἂς τὸ φᾶμε ἐμεῖς ἀπόψε!». Οἱ περισσότεροι σήμερα γυρίζουν γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Μόνον τὸν ἑαυτό τους σκέφτονται. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι βρέχει, γίνεται κατακλυσμός. Θὰ δῆτε, οἱ περισσότερες ἀπὸ σᾶς θὰ σκεφθοῦν μήπως ἔχουν ροῦχα ἁπλωμένα, νὰ πᾶνε νὰ τὰ μαζέψουν. Κακὸ δὲν εἶναι αὐτό, ἀλλὰ δὲν θὰ πᾶνε πιὸ πέρα. Τὰ ροῦχα καὶ νὰ βραχοῦν, πάλι θὰ στεγνώσουν. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἁλωνίζουν τί θὰ γίνουν; Πονᾶτε γι' αὐτούς, γιὰ νὰ κάνετε καμμιὰ εὐχή; Ἢ πέφτουν κεραυνοί· ζήτημα πέντε-ἕξι ψυχὲς νὰ θυμηθοῦν τοὺς καημένους τοὺς γεωργοὺς ἢ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν θερμοκήπια. Δὲν σκέφτεται δηλαδὴ τὸν ἄλλον ὁ ἄνθρωπος, δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γυρίζει συνέχεια γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὅταν ὅμως γυρίζη γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, κέντρο ἔχει τὸν ἑαυτό του· δὲν ἔχει τὸν Χριστό. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἄξονα ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Γιὰ νὰ φθάση νὰ σκέφτεται τὸν ἄλλον, πρέπει ὁ νοῦς του πρῶτα νὰ εἶναι στὸν Χριστό. Τότε σκέφτεται καὶ τὸν πλησίον καὶ μετὰ σκέφτεται καὶ τὰ ζῶα καὶ ὅλη τὴν φύση. Ἔχει τὸν σταθμό του ἀνοιχτὸ καί, μόλις πάρη τὸ μήνυμα, τρέχει νὰ βοηθήση. Ἂν ὁ νοῦς του δὲν εἶναι στὸν Χριστό, δὲν δουλεύει ἡ καρδιά του, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἀγαπάει οὔτε τὸν Χριστὸ οὔτε τὸν συνάνθρωπό του, πόσο μᾶλλον τὴν φύση, τὰ ζῶα, τὰ δένδρα, τὰ φυτά. Ἔτσι ὅπως κινεῖσθε, ποῦ νὰ φθάσετε στὸ σημεῖο νὰ ἔχετε ἐπικοινωνία μὲ τὰ ζῶα, μὲ τὰ πουλιά! Ἂν πέση κανένα πουλὶ ἀπὸ τὴν σκεπή, θὰ τὸ ταΐσετε. Ἂν δὲν πέση ἀπὸ τὴν σκεπή, δὲν σκέφτεσθε νὰ τὸ ταΐσετε. Ἐγὼ βλέπω τὰ πουλιά· λέω «θέλουν τάισμα, τὰ καημένα»· ρίχνω ψίχουλα κ.λπ., βάζω καὶ νεράκι νὰ πιοῦν. Βλέπω ἄρρωστα κλαδιὰ στὰ δένδρα· ἀμέσως σκέφτομαι νὰ τὰ κόψω, γιὰ νὰ μὴν κολλήσουν καὶ τὰ ἄλλα. Ἢ χτυπάει μιὰ πόρτα, ἕνα παράθυρο, πάει ἐκεῖ ὁ νοῦς μου. Θὰ ξεχάσω τὸν ἑαυτό μου, ἂν μοῦ χρειάζεται κάτι, ἀλλὰ θὰ κοιτάξω τὴν πόρτα, τὸ παράθυρο, νὰ μὴ σπάση, νὰ μὴ γίνη καμμιὰ ζημιά. Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι γιὰ μένα. Καὶ ἂν κανεὶς σκέφτεται καὶ πονάη γιὰ τὰ δημιουργήματα, πόσο μᾶλλον θὰ σκέφτεται τὸν Δημιουργό τους! Ἂν δὲν κινῆται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, πῶς νὰ συντονισθῆ μὲ τὸν Θεό;

 

Ἔπειτα, καὶ ὅταν βγαίνετε ἔξω, ρίξτε καμμιὰ ματιὰ γύρω. Μπορεῖ κάποιος ἔστω καὶ ἀπὸ ἀπροσεξία ἢ ἀπὸ κακότητα – εὔχομαι κανεὶς νὰ μὴν κάνη κακὸ – κάτι νὰ πετάξη καὶ νὰ βάλη φωτιά· γι' αὐτὸ ρίξτε μιὰ ματιά. Καὶ αὐτὸ στὰ πνευματικὰ ἀνήκει, γιατὶ καὶ αὐτὸ τὸ βλέμμα ἔχει ἀγάπη. Ἐγὼ βγαίνω ἔξω ἀπὸ τὸ Καλύβι, ρίχνω μιὰ ματιὰ πρὸς τὰ κάτω, μιὰ ματιὰ πρὸς τὴν σκεπή, νὰ δῶ μήπως μυρίζει καμένο. Ἄλλο ἂν ἔχης τέτοια πίστη πώς, ἂν πιάση φωτιὰ καὶ κάνης προσευχή, θὰ σβήση ἡ φωτιά. Διαφορετικά, πρέπει νὰ ἐνεργήσης. Ἤ, ὅταν ἀκούω κρότο, προσέχω νὰ δῶ τί εἶναι· πυροβόλο; ἄσκηση κάνουν; φουρνέλλο; Ἕνα καὶ ἕνα ὁ νοῦς μου πηγαίνει ἐκεῖ, γιὰ νὰ κάνω κομποσχοίνι. Ὅποιος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μαζί του, καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφέρονται γι' αὐτόν.

 

Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ γενιὰ εἶναι ἡ γενιὰ τῆς ἀδιαφορίας! Οἱ περισσότεροι μόνο γιὰ παρελάσεις εἶναι! Μὴν τοὺς πῆς, ἂν συμβῆ κάτι, νὰ ἀμυνθοῦν! Τώρα ὅμως καὶ παρελάσεις δὲν θέλουν! Παλιότερα πήγαιναν στὶς παρελάσεις, ἄκουγαν καὶ ἕνα ἐμβατήριο, κάτι μέσα τους σκιρτοῦσε! Σήμερα ὑπάρχει ἕνα ρεμπελιὸ σὲ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Βέβαια ἄλλοι λαοὶ εἶναι ἀκόμη χειρότερα, γιατὶ δὲν ἔχουν ἰδανικά. Βλέπεις, οἱ Ἕλληνες μπορεῖ νὰ ἔχουν ἕνα σωρὸ κουσούρια, ἀλλὰ ἔχουν καὶ ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ φιλότιμο καὶ τὴν λεβεντιά· ὅλα τὰ πανηγυρίζουν. Οἱ ἄλλοι λαοὶ οὔτε στὰ λεξικά τους δὲν ἔχουν αὐτὲς τὶς λέξεις.

 

 

  

ΕΧΟΥΜΕ ΕΥΘΥΝΗ

 

Εἶχε ἔρθει στὸ Καλύβι ἕνας ἄθεος μέχρι τὸ κόκκαλο.   Ἀφοῦ εἶπε διάφορα, μετὰ μοῦ λέει: «Ἐγὼ εἶμαι εἰκονομάχος». Ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν πίστευε τίποτε, ὕστερα ἔλεγε ὅτι εἶναι εἰκονομάχος. «Βρὲ ἀθεόφοβε, τοῦ λέω, ἐσὺ ἀφοῦ δὲν πιστεύεις σὲ τίποτε, τί μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι εἰκονομάχος; Τότε, τὸν καιρὸ τῆς Εἰκονομαχίας (1), μερικοὶ Χριστιανοὶ ἀπὸ ὑπερβολικὸ ζῆλο ἔπεσαν σὲ πλάνη, ἔφθασαν στὴν ἄλλη ἄκρη, καὶ μετὰ ἡ Ἐκκλησία τοποθέτησε τὸ θέμα· δὲν εἶναι ὅτι δὲν πίστευαν».Ὑποστήριζε ἐν τῷ μεταξὺ ὅλη τὴν σημερινὴ κατάσταση. Μαλώσαμε ἐκεῖ πέρα. «Καλά, τοῦ λέω, κατάσταση εἶναι αὐτή; Δικαστικοὶ νὰ φοβοῦνται νὰ δικάσουν, νὰ κάνουν μηνύσεις γιὰ ἐγκληματίες καὶ νὰ τοὺς ἀπειλοῦν ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος καὶ νὰ ἀναγκάζωνται νὰ τὶς ἀποσύρουν; Καὶ τελικὰ ποιοί κυβερνοῦν; Σὲ ἀναπαύει αὐτὴ ἡ κατάσταση; Ὑποστηρίζεις αὐτούς; Ἐσὺ εἶσαι ἐγκληματίας. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθες; Ἄντε, φύγε ἀπὸ ἐδῶ!». Τὸν ἔδιωξα.

 

Ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου ἕναν ἄλλον ἄθεο, ἕναν βλάσφημο, ποὺ τὸν ἀφήνουν στὴν τηλεόραση καὶ μιλάει, ἐνῶ ἔχει πεῖ τὰ πιὸ βλάσφημα λόγια γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Δὲν παίρνει καὶ ἡ Ἐκκλησία μιὰ θέση νὰ ἀφορίση μερικούς. Αὐτοὺς ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀφορίζη ἡ Ἐκκλησία. Λυποῦνται τὸν ἀφορισμό!

Ἔγραψε ἕνας κάτι βλάσφημα γιὰ τὴν Παναγία καὶ κανεὶς δὲν μίλησε. Λέω σὲ κάποιον: «Δὲν εἶδες τί γράφει ἐκεῖνος;». «Ἔ, τί νὰ τοὺς κάνης, μοῦ λέει. Θὰ λερωθῆς, ἂν ἀσχοληθῆς μαζί τους». Φοβοῦνται νὰ μιλήσουν.

 

Νὰ μὴ θέλουμε νὰ βγάλη ὁ ἄλλος τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς τὴν ἡσυχία μας. Αὐτὸ εἶναι ἔλλειψη ἀγάπης. Ὕστερα ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ κινῆται ἀπὸ συμφέρον. Γι' αὐτὸ βλέπεις ἕνα πνεῦμα σήμερα: «Μὲ τὸν τάδε νὰ ἔχουμε σχέσεις, γιὰ νὰ μᾶς λέη καλὰ λόγια. Μὲ τὸν ἄλλο νὰ τὰ ἔχουμε καλά, γιὰ νὰ μὴ μᾶς διασύρη κ.λπ. Νὰ μὴ μᾶς πάρουν γιὰ κορόιδα, νὰ μὴ γίνουμε θύματα». Ἄλλος ἀδιαφορεῖ καὶ δὲν μιλάει. «Νὰ μὴ μιλήσω, λέει, γιὰ νὰ μὴ μὲ γράψουν οἱ ἐφημερίδες». Οἱ περισσότεροι δηλαδὴ εἶναι τελείως ἀδιάφοροι. Τώρα ἄρχισε λίγο κάτι νὰ γίνεται. Τόσον καιρὸ δὲν ἔγραφε κανένας τίποτα. Εἶχα βάλει τὶς φωνὲς πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ κάποιον στὸ Ἅγιον Ὄρος. «Πολὺ πατριωτισμὸ ἔχεις», μοῦ λέει. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε: «Ὅλα τὰ διέλυσαν, μοῦ λέει, οἰκογένεια, παιδεία...». Τοῦ λέω καὶ ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου: «Πολὺ πατριωτισμὸ ἔχεις!».

Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση ἔχει κάνει ἕνα κακὸ καὶ ἕνα καλό. Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν κάτι μέσα τους, ἄρχισαν νὰ ἀδιαφοροῦν, γιατὶ λένε: «Ἐγὼ θὰ σιάξω τὴν κατάσταση;». Τὸ καλὸ εἶναι ὅτι πολλοὶ ἄρχισαν νὰ προβληματίζωνται καὶ νὰ ἀλλάζουν. Μερικοὶ ἔρχονται καὶ μὲ βρίσκουν καὶ προσπαθοῦν νὰ δικαιολογήσουν ἕνα κακὸ ποὺ ἔκαναν προηγουμένως, γιατὶ ἔχουν προβληματισθῆ.

 

Χρειάζεται διάκριση. Εἶναι φορὲς ποὺ δὲν πρέπει νὰ μιλήσουμε καὶ ἄλλες φορὲς ποὺ πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε μὲ παρρησία τὸ «πιστεύω» μας, γιατὶ φέρουμε εὐθύνη, ἂν δὲν μιλήσουμε. Σ' αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια ὁ καθένας μας πρέπει νὰ κάνη ὅ,τι γίνεται ἀνθρωπίνως καὶ ὅ,τι δὲν γίνεται ἀνθρωπίνως νὰ τὸ ἀφήνη στὸν Θεό. Ἔτσι θὰ ἔχουμε ἥσυχη τὴν συνείδησή μας ὅτι κάναμε ἐκεῖνο ποὺ μπορούσαμε. Ἂν δὲν ἀντιδράσουμε, θὰ σηκωθοῦν οἱ πρόγονοί μας ἀπὸ τοὺς τάφους. Ἐκεῖνοι ὑπέφεραν τόσα γιὰ τὴν πατρίδα καὶ ἐμεῖς τί κάνουμε γι᾿ αὐτήν; Ἡ Ἑλλάδα, ἡ Ὀρθοδοξία, μὲ τὴν παράδοσή της, τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς ἥρωές της, νὰ πολεμῆται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἕλληνες καὶ ἐμεῖς νὰ μὴ μιλᾶμε! Εἶναι φοβερό! Εἶπα σὲ κάποιον: «Γιατί δὲν μιλᾶτε; Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνει ὁ τάδε;». «Τί νὰ πῆς, μοῦ λέει, αὐτὸς ὅλος βρωμάει». «Ἂν βρωμάη ὅλος, γιατί δὲν μιλᾶτε; Χτυπῆστε τον». Τίποτε, τὸν ἀφήνουν. Ἕναν πολιτικὸ τὸν ἔφτυσα. «Πές, τοῦ λέω, "δὲν συμφωνῶ μ᾿ αὐτό". Τίμια πράγματα. Θέλεις νὰ ἐξυπηρετηθῆς ἐσὺ καὶ νὰ ρημάξουν ὅλα;».

 

Ἂν οἱ Χριστιανοὶ δὲν ὁμολογήσουν, δὲν ἀντιδράσουν, αὐτοὶ θὰ κάνουν χειρότερα. Ἐνῶ, ἂν ἀντιδράσουν, θὰ τὸ σκεφθοῦν. Ἀλλὰ καὶ οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ δὲν εἶναι γιὰ μάχες. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἦταν γερὰ καρύδια· ἄλλαξαν ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ στὴν βυζαντινὴ ἐποχὴ μιὰ εἰκόνα ἔβγαζαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀντιδροῦσε ὁ κόσμος. Ἐδῶ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε, γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε ἐμεῖς, καὶ ἐμεῖς νὰ ἀδιαφοροῦμε! Ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν μιλάη, γιὰ νὰ μὴν ἔρθη σὲ ρήξη μὲ τὸ κράτος, ἂν οἱ μητροπολίτες δὲν μιλοῦν, γιὰ νὰ τὰ ἔχουν καλὰ μὲ ὅλους, γιατὶ τοὺς βοηθᾶνε στὰ Ἱδρύματα κ.λπ., οἱ Ἁγιορεῖτες πάλι ἂν δὲν μιλοῦν, γιὰ νὰ μὴν τοὺς κόψουν τὰ ἐπιδόματα (2), τότε ποιός θὰ μιλήση; Εἶπα σὲ κάποιον ἡγούμενο: «Ἂν σᾶς ποῦν ὅτι θὰ σᾶς κόψουν τὰ ἐπιδόματα, νὰ πῆτε: "Θὰ κόψουμε καὶ ἐμεῖς τὴν φιλοξενία", γιὰ νὰ προβληματισθοῦν». Οἱ καθηγητὲς τῆς Θεολογίας κ.λπ. δὲν φωνάζουν, γιατὶ λένε: «Εἴμαστε ὑπάλληλοι· θὰ χάσουμε τὸν μισθό μας, καὶ μετὰ πῶς θὰ ζήσουμε;». Τὰ μοναστήρια ἐν τῷ μεταξὺ τὰ ἔπιασαν μὲ τὶς συντάξεις. Γιατί ἐγὼ δὲν θέλω νὰ πάρω οὔτε αὐτὴν τὴν ταπεινὴ σύνταξη τοῦ Ο.Γ.Α.; Ἀκόμη καὶ ἀσφαλισμένο σὲ μιὰ ἀσφάλεια τοῦ Ο.Γ.Α. νὰ τὸν ἔχουν τὸν μοναχό, καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι τίμιο. Νὰ τὸν ἔχουν ἀσφαλισμένο ὡς ἄπορο, ναί· αὐτὸ τὸν τιμᾶ. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἔχουν ἀσφαλισμένο στὸν Ο.Γ.Α., γιατί; Ὁ μοναχὸς ἄφησε μεγάλες συντάξεις, ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἦρθε στὸ μοναστήρι, καὶ νὰ πάρη πάλι σύνταξη! Καὶ νὰ φθάνουμε γιὰ τὴν σύνταξη νὰ προδώσουμε τὸν Χριστό!

 

 

1) Εἰκονομάχοι ὀνομάζονταν οἱ Χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τὴν ἀπόδοση τιμῆς στὶς εἰκόνες. Ἡ εἰκονομαχία συνετάραξε ἐπὶ ἕνα αἰώνα καὶ πλέον τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία (726–843) καὶ ἔληξε ἀρχικὰ μὲ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 787, ἡ ὁποία τὴν καταδίκασε ὡς αἵρεση. Τὴν ἀναζωπύρωση τῆς εἰκονομαχίας ἀπὸ τὸν Λέοντα Ε´ τὸν Ἀρμένιο κατέπαυσε ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος τὸ 843.

2) Ὁ Γέροντας ἐννοεῖ τὴν οἰκονομικὴ χορηγία (ἢ τὰ μετοχιακὰ μισθώματα), δηλαδὴ ἕνα ποσὸ χρημάτων τὸ ὁποῖο τὸ Ἑλληνικὸ κράτος ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση ἀπὸ τὸ 1924 νὰ δίνη κάθε χρόνο στὶς Ἱερὲς Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπειδὴ οἱ Μονὲς ἔδωσαν στοὺς πρόσφυγες τὰ μετόχια τους, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχαν τὸ λάδι, τὸ σιτάρι, τὸ κρασὶ κ.λπ. τῆς χρονιᾶς.


 

  

ΒΛΕΠΩ ΤΙ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ, ΓΙ' ΑΥΤΟ ΠΟΝΑΩ

 

Περνοῦν τὰ χρόνια καὶ τί δύσκολα χρόνια! Δὲν τελείωσαν τὰ θέματα. Βράζει τὸ καζάνι. Ἂν δὲν εἶναι λίγο δυναμωμένος κανείς, πῶς θὰ μπορέση νὰ ἀντιμετωπίση μιὰ δύσκολη κατάσταση; Ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε ἀνεπρόκοπους ἀνθρώπους. Πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε τὸ φιλότιμο. Ἀλήθεια, Θεὸς φυλάξοι, ἂν γίνη ἕνα τράνταγμα, πόσοι θὰ σταθοῦν ὄρθιοι; Πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ᾿40, στὴν Κόνιτσα, ἐκεῖ ποὺ εἶχα τὸ μαραγκούδικο ἦταν ἡ ἀγορὰ καὶ ἔφερναν οἱ χωρικοὶ καλαμπόκι, σιτάρι κ.λπ. Μερικοὶ πλούσιοι – τί πλούσιοι, αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ ἔπαιρναν κάποιους τόκους ἀπὸ τὶς Τράπεζες –, ὅταν πήγαιναν οἱ καημένοι οἱ χωρικοὶ τὸ καλαμπόκι στὴν ἀγορά, γιὰ νὰ τὸ πουλήσουν, αὐτοὶ τὸ κλωτσοῦσαν μὲ τὸ πόδι καὶ ρωτοῦσαν πόσο ἔχει. Ὅταν ἦρθε ὁ πόλεμος καὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τὰ πουλήσουν ὅλα, «καλημέρα» ἔλεγε ὁ ἕνας, «ἔχεις καλαμπόκι;» ρωτοῦσε ὁ ἄλλος. Γι' αὐτὸ τώρα νὰ εὐχαριστῆτε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Κοιτάξτε νὰ ἀνδρωθῆτε. Σφιχτῆτε λιγάκι. Βλέπω τί μᾶς περιμένει, γι᾿ αὐτὸ πονάω. Μὴν ἀφήνετε τὸν ἑαυτό σας χαλαρό. Ξέρετε τί τραβᾶνε ἀλλοῦ οἱ Χριστιανοί (1); Στὴν Ρωσία μέσα στὰ κάτεργα. Τί δυσκολίες! Ποῦ πνευματικὰ βιβλία! Ἀφῆστε τὴν Ἀλβανία. Δυστυχία! Δὲν ἔχουν νὰ φᾶνε. Οὔτε Ἐκκλησίες ἄφησαν οὔτε μοναστήρια. Τὰ ὀνόματά τους τὰ ἄλλαξαν καὶ αὐτά, γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ ἀκούγωνται χριστιανικὰ ὀνόματα. Καὶ στὴν Ἀμερικὴ ἀκόμη, οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι λίγοι, σκορπισμένοι σὲ διάφορα μέρη, καὶ ξέρετε τί τραβᾶνε; Νὰ μὴν ὑπάρχη ὀρθόδοξη κοινότητα, νὰ πηγαίνουν μὲ τὸ τραῖνο ὧρες μακριά, γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, νὰ ἔρχωνται στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ συμβουλευθοῦν γιὰ ἕνα θέμα! Εἶναι μεγάλη ἀχαριστία αὐτὸ τὸ χαλαρὸ πνεῦμα ποὺ ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα.

 

Πόσους Ἁγίους θὰ παρουσιάση ὁ Θεὸς στὰ κράτη ποὺ ὑπῆρχε κομμουνισμός! Μάρτυρες! Ἐκεῖνοι εἶχαν ἀποφασίσει τὸν θάνατο. Εἶχαν μεγάλες θέσεις καὶ δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τοὺς νόμους, ὅταν ἦταν ἀντίθετοι μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. «Δὲν συμφωνῶ· σκοτῶστε με, κλεῖστε με φυλακή», ἔλεγαν, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἐδῶ πολλοί, χωρὶς νὰ ζορίζωνται, δείχνουν τέτοια ἀδιαφορία! Λίγο ἂν περνοῦσαν μιὰ δυσκολία, ἕναν πόλεμο ἢ δύσκολα χρόνια, θὰ ἦταν διαφορετικά. Γιατὶ τώρα εἶναι σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Εἶναι – πῶς νὰ τὸ πῆ κανείς; – σὰν ἕνας νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν Αὐστραλία μὲ τὸ ἀεροπλάνο τὴν ἄνοιξη στὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ φεύγη ἀπὸ ᾿δῶ τὸ φθινόπωρο γιὰ τὴν Αὐστραλία, ὁπότε φθάνει ἐκεῖ πάλι ἄνοιξη. Ἀπὸ ἄνοιξη σὲ ἄνοιξη, καὶ χειμώνα δὲν βλέπει· δὲν ξέρει οὔτε τί γίνεται τὸν χειμώνα οὔτε ἀπὸ κακοκαιρίες οὔτε τίποτε.


(Πῶς μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε ἕναν ἄνθρωπο ἀδιάφορο;) Νὰ τοῦ βάλουμε τὴν καλὴ ἀνησυχία, νὰ τὸν προβληματίσουμε, γιὰ νὰ θελήση ὁ ἴδιος νὰ βοηθηθῆ. Μὲ τὸ ζόρι δὲν γίνεται. Πρέπει νὰ διψάη ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ τοῦ δώσης νὰ πιῆ νερό. Δῶσε σὲ ἕναν ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξη, νὰ φάη μὲ τὸ ζόρι· θὰ τὸ κάνη ἐμετό. Ὅταν ὁ ἄλλος δὲν θέλη, δὲν μπορῶ νὰ τοῦ στερήσω τὴν ἐλευθερία, τὸ αὐτεξούσιο.

 

 

1) Εἰπώθηκε τὸν Μάιο τοῦ 1987.

 

 

  

ΑΓΝΟΙΑ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ

 

Φιλόλογος ἀπὸ τὴν Χαλκιδικὴ δὲν ἤξερε τί εἶναι τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἕνας Γερμανὸς δάσκαλος τοῦ μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἦρθαν μαζί. Ὁ Γερμανὸς ἤξερε ἀκόμη καὶ πόσα μοναστήρια ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καὶ παρόλο ποὺ ἦταν Προτεστάντης, ἤξερε καὶ τί ἅγια Λείψανα ὑπάρχουν, ποῦ βρίσκονται κ.λπ. Αὐτὴ ἡ ἄγνοια δικαιολογεῖται; Ἄλλος ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ εἶπε σὲ κάποιον ἀπὸ τὴν Χαλκιδικὴ νὰ ᾿ρθῆ γιὰ ἕνα πρόβλημά του νὰ τὸν βοηθήσω. Ἀπὸ τὴν Ἀμερική! Νὰ σᾶς πῶ καὶ κάτι ἀκόμη. Ἦρθε ἕνας στὸ Καλύβι ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν Φλώρινα. «Μέσα ἀπὸ τὴν Φλώρινα, τοῦ λέω, εἶσαι;». «Ναί, ἀπὸ μέσα», μοῦ λέει. «Ἐσεῖς ἐκεῖ ἔχετε καὶ καλὸ μητροπολίτη», τοῦ λέω. «Σὲ ποιά ὁμάδα παίζει;», μοῦ λέει. Αὐτὸς νόμιζε ὅτι ἦταν ποδοσφαιριστής! Ἦταν προσηλωμένος στὸ ποδόσφαιρο. Οὔτε τὸν δεσπότη ἤξερε – τοὐλάχιστον τὸν Καντιώτη τὸν ξέρουν. Αὐτὰ δὲν δικαιολογοῦνται.

 

Ὄχι, ἄγνοια δὲν δικαιολογεῖται σήμερα στὸν κόσμο. Λείπει ἡ καλὴ διάθεση, τὸ φιλότιμο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καλὴ διάθεση γιὰ νὰ γνωρίση τὸν Χριστό, θὰ Τὸν γνωρίση. Θὰ πάρη στροφή. Καὶ ἂν δὲν βρεθῆ οὔτε ἕνας θεολόγος οὔτε ἕνας καλόγερος, καὶ δὲν ἀκούση τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἅμα ἔχη καλὴ διάθεση, θὰ πάρη στροφὴ ἢ ἀπὸ ἕνα φίδι ἢ ἀπὸ ἕνα θηρίο ἢ ἀπὸ μιὰ ἀστραπή, ἀπὸ ἕναν κατακλυσμό, ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο γεγονός. Θὰ τὸν οἰκονομήση ὁ Θεός. Ἕνα παιδὶ ἀναρχικὸ εἶχε πάει στὴν Γερμανία. Ἐκεῖ τὸ ἔκλεισαν σὲ ἀναμορφωτήριο, γιατὶ εἶχε μπλέξει μὲ ναρκωτικὰ κ.λπ. Δὲν εἶχε βοηθηθῆ ἀπὸ πουθενά. Στὸ ἀναμορφωτήριο τοῦ ἔδωσε κάποιος ἕνα Εὐαγγέλιο. Τὸ διάβασε καὶ ἄλλαξε ἀμέσως. «Θὰ πάω στὴν Ἑλλάδα, εἶπε· ἐκεῖ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία». Γύρισε στὸ χωριό του. Οἱ συγγενεῖς του βάλθηκαν νὰ τὸν παντρέψουν. Τὸν πάντρεψαν· ἀπέκτησε καὶ ἕνα παιδάκι. Διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο, πήγαινε στὴν Ἐκκλησία, τηροῦσε τὶς ἀργίες. Οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἔβλεπαν νὰ ζῆ ἔτσι ἔλεγαν: «Αὐτός, γιὰ νὰ διαβάζη Εὐαγγέλιο, πάσχει, τρελλάθηκε»! Μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ἡ γυναίκα του· πῆρε μαζί της καὶ τὸ παιδάκι. Ὅταν ἔφυγε ἡ γυναίκα του, ἐκεῖνος ἄφησε ὅλα ὅσα εἶχε στὸ χωριό, χωράφια, τρακτὲρ κ.λπ. καὶ πῆγε στὶς σπηλιὲς καὶ ἀσκήτευε. Ἕνας Πνευματικὸς ὅμως τοῦ εἶπε: «Πρέπει νὰ βρῆς τὴν γυναίκα σου, νὰ συνεννοηθῆτε, καὶ ὕστερα νὰ ἀποφασίσης τί θὰ κάνης». Ξεκίνησε λοιπὸν νὰ πάη στὴν Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ βρῆ τὴν γυναίκα του. Πίστευε ὅτι, ἀφοῦ ἔτσι τοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός, θὰ τοῦ τὴν παρουσιάση ὁ Χριστός. Στὴν Θεσσαλονίκη δὲν τὴν παρουσίασε τὴν γυναίκα του ὁ Χριστός. Ἐν τῷ μεταξύ, βρῆκε κάτι Γερμανούς, τοὺς κατήχησε· ὁ ἕνας βαπτίσθηκε. Αὐτοὶ τοῦ ἔβαλαν τὰ ναῦλα καὶ πῆγε στὴν Ἀθήνα. Οὔτε ἐκεῖ τοῦ τὴν παρουσίασε. Τοῦ ἔβαλαν πάλι τὰ ναῦλα καὶ πῆγε στὴν Κρήτη. Ἔπιασε ἐκεῖ μιὰ δουλειὰ καὶ πῆγε σὲ ἕναν Πνευματικό. Ἐκεῖνος, ὅταν ἄκουσε τὸ πρόβλημά του, τοῦ εἶπε: «Μήπως ἡ γυναίκα σου καὶ τὸ παιδάκι εἶναι ἔτσι καὶ ἔτσι; Ἐδῶ κάπου δουλεύει μιὰ γυναίκα. Δὲν ἔχει πολὺ καιρὸ ποὺ ἦρθε». Καὶ τοῦ περιέγραψε πῶς ἦταν αὐτὴ ἡ γυναίκα. «Αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι», λέει. Τὴν εἰδοποίησε ὁ Πνευματικός. Ἐκείνη, μόλις τὸν εἶδε, τὰ ἔχασε. «Μὲ μάγια μὲ βρῆκες, τοῦ εἶπε. Μάγος εἶσαι». Καὶ τὸν ἄφησε καὶ ἔφυγε, πρὶν προλάβη νὰ τῆς μιλήση. Τὴν ἔχασε πάλι. Ἔμαθε καὶ γιὰ μένα καὶ ἦρθε στὸ Καλύβι. Χτύπησε μιὰ φορὰ καὶ περίμενε. Τραβήχθηκε στὴν ἄκρη καί, ὥσπου νὰ ἀνοίξω, ἔκανε μετάνοιες. Φοροῦσε κάτι παλιὰ ροῦχα. Μοῦ τὰ διηγήθηκε ὅλα. Εἶχα μερικὰ ξερὰ σύκα καὶ τοῦ ἔδωσα. «Θέλεις σύκα;», τοῦ λέω. «Δὲν ἔχω δόντια», μοῦ λέει. «Καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω», τοῦ λέω. «Ἐσὺ πονᾶς; μὲ ρωτάει. Ἐγὼ πονῶ. Μέσα ἀπὸ τὸν πόνο βγαίνει ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ», μοῦ λέει. «Θέλεις καμμιὰ φανέλλα;», τὸν ρωτάω. «Ἔχω δυό, μοῦ λέει. Ἂν ζεστάνη ὁ καιρός, θὰ τὴν δώσω τὴν μία». «Κοίταξε, τοῦ λέω, μέχρι νὰ ξεκαθαρίσης καὶ νὰ συνεννοηθῆς μὲ τὴν γυναίκα σου, νὰ προσέξης τὴν ὑγεία σου, γιατὶ ἔχεις εὐθύνη καὶ γιὰ τὸ παιδάκι». Τέτοια αὐταπάρνηση! Τέτοια πίστη! Δὲν ἦταν οὔτε εἴκοσι ἑπτὰ χρονῶν. Ποῦ νὰ εἶχε γνωρίσει αὐτὸς τὴν μοναχικὴ ζωή! Ἄγνοια τελεία εἶχε, ἀλλὰ εἶχε καλὴ διάθεση καὶ ὁ Θεὸς τὸν βοήθησε καὶ προχώρησε βαθιὰ εὐαγγελικά.

 

Γι' αὐτὸ λέω ὅτι ἄγνοια δὲν δικαιολογεῖται μὲ τίποτε σήμερα. Μόνον ἂν εἶναι κανεὶς λειψὸς ἢ μικρὸ παιδί, δικαιολογεῖται νὰ ἔχη ἄγνοια. Ἀλλὰ καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ σήμερα εἶναι σπίρτα! Ἅμα θέλη κανείς, ὑπάρχουν  πολλὲς δυνατότητες, γιὰ νὰ γνωρίση τὴν ἀλήθεια.

 

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ