ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΘΕΟ

  

Η ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ

 

Τὰ ἀνδραγαθήματα τὰ κάνουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παλληκαριά, μεγάλη καρδιὰ – ὄχι μεγάλο μπόι – καὶ εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ θυσιασθοῦν. Καὶ στὸν πόλεμο, ὅσοι ἔχουν παλληκαριά, ἐπειδὴ ἔχουν καλωσύνη, δὲν σκοτώνουν, γιατὶ ἡ παλληκαριὰ δὲν ἔχει βαρβαρότητα. Ρίχνουν γύρω-γύρω ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ τὸν ἀναγκάζουν νὰ παραδοθῆ. Ὁ καλὸς προτιμάει νὰ σκοτωθῆ ἐκεῖνος παρὰ νὰ σκοτώση. Καὶ ὅταν κανεὶς ἔχη τέτοια διάθεση, δέχεται θεϊκὲς δυνάμεις. Οἱ κακοὶ εἶναι φοβητσιάρηδες, ἄνανδροι, θρασύδειλοι· φοβοῦνται καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἄλλους, γι' αὐτὸ ρίχνουν συνέχεια ἀπὸ φόβο.

 

Ὁ λιγώτερο φοβητσιάρης εἶναι καὶ λιγώτερο κακός. Θὰ κοιτάξη νὰ τὸν ἀχρηστέψη τὸν ἐχθρό, νὰ τοῦ σπάση λ.χ. τὸ πόδι, τὸ χέρι· δὲν θὰ τὸν ξεκάνη. Ἄλλο ἀνδρισμός, λεβεντιά, καὶ ἄλλο κακότητα, ἐγκληματικότητα. Δὲν εἶναι ἀνδρισμὸς νὰ πιάνης τοὺς ἐχθρούς, τοὺς αἰχμαλώτους, καὶ νὰ τοὺς σφάζης. Ἀνδρισμὸς θὰ πῆ νὰ πιάσω τὸν ἐχθρό, νὰ τοῦ σπάσω τὸ ντουφέκι καὶ μετὰ νὰ τὸν ἀφήσω ἐλεύθερο. Ὁ πατέρας μου ἔτσι ἔκανε. Ὅταν ἔπιανε τοὺς Τσέτες (1) ποὺ ἔκαναν ἐπιδρομὲς στὰ Φάρασα, ἔπαιρνε τὰ ντουφέκια τους, τὰ ἔσπαζε καὶ τοὺς ἔλεγε: «Εἶστε γυναῖκες· δὲν εἶστε ἄνδρες». Ὕστερα τοὺς ἄφηνε ἐλεύθερους. Μιὰ φορὰ ντύθηκε χανούμισσα, πῆγε στὸ λημέρι τους καὶ ζήτησε τὸν καπετάνιο. Προηγουμένως εἶχε συνεννοηθῆ μὲ τὰ παλληκάρια του, νὰ ἐπιτεθοῦν ἀμέσως μετὰ τὸ σύνθημα ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε. Ὅταν οἱ Τσέτες τὸν πῆγαν στὸν καπετάνιο, τοῦ εἶπε: «Διῶξε τοὺς ἄνδρες σου, γιὰ νὰ μείνουμε μόνοι μας». Μόλις ἔμειναν οἱ δυό τους, τοῦ ἅρπαξε τὸ ντουφέκι, τὸ ἔσπασε καὶ τοῦ εἶπε: «Τώρα ἐσὺ εἶσαι γυναίκα· ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἐζνεπίδης (2)». Ἔδωσε τότε τὸ σύνθημα, ὅρμησαν τὰ παλληκάρια του καὶ ἔδιωξαν τοὺς Τσέτες ἀπὸ τὸ χωριό.

 

Γιὰ νὰ κάνη κανεὶς προκοπή, πρέπει νὰ ἔχη παλαβὴ φλέβα, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Ἀνάλογα πῶς θὰ ἀξιοποιήση τὴν παλαβὴ φλέβα, θὰ γίνη ἢ ἅγιος ἢ ἥρωας. Ἂν ὅμως δὲν βοηθηθῆ καὶ παρασυρθῆ, μπορεῖ νὰ γίνη ἐγκληματίας. Ἕνας ποὺ δὲν ἔχει παλαβὴ φλέβα δὲν μπορεῖ νὰ γίνη οὔτε ἅγιος οὔτε ἥρωας. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ πάρη μπρὸς μέσα μας ἡ μηχανή, νὰ δουλέψη ἡ καρδιά, ἡ παλληκαριά. Ἡ καρδιὰ πρέπει νὰ παλαβώση. Γνωρίζω πολλοὺς στρατιωτικοὺς ποὺ ἀποστρατεύθηκαν καὶ εἶναι ὅλο σκασίλα. Μερικοὶ θέλουν νὰ γίνη πόλεμος, γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦν – τόσο πολύ! – ἐνῶ ἄλλος, μόλις τὸν καλοῦν γιὰ ἐπιστράτευση, τρέμει ἢ ἄλλος κάνει τὸν τρελλό, γιὰ νὰ μὴν ὑπηρετήση. Πόσοι ἀπόστρατοι μοῦ λένε ὅτι θέλουν νὰ πᾶνε ἐπάνω στὴν Βοσνία νὰ πολεμήσουν. Δὲν ἔχουν ἀξιοποιήσει τὴν παλληκαριά τους στὴν πνευματικὴ ζωή, γι' αὐτό, ὅταν ἀκοῦν γιὰ πόλεμο, χαίρονται νὰ πᾶνε νὰ πολεμήσουν. Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τόση δύναμη, ἂν εἶχαν γνωρίσει τὴν πνευματικὴ ζωή, ξέρεις τί ἄσκηση, τί ἀγῶνες θὰ ἔκαναν; Ἅγιοι θὰ ἦταν.

 

 

1) Τοῦρκοι ἀντάρτες.

2) Τὸ ἐπώνυμο τοῦ Γέροντα.


 

  

ΤΙ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΥΠΗΡΧΕ ΠΑΛΙΑ

 

Ἡ γιαγιά μου εἶχε πολλὴ παλληκαριά. Εἶχε πάντοτε μαζί της γιὰ ἀσφάλεια ἕνα γιαταγάνι! Βλέπεις, χήρα γυναίκα ἦταν, μὲ δυὸ παιδιά, πῶς νὰ τὰ βγάλη πέρα μὲ τοὺς Τούρκους! Δύσκολα χρόνια!... Τὴν φοβόνταν ὅλοι. Παλληκάρι! Μιὰ φορὰ ἕνας κλέφτης εἶχε πάει νὰ κλέψη σὲ ἕνα ἀμπέλι ποὺ ἦταν κοντὰ στὰ μνήματα. Γιὰ νὰ τὸν φοβηθοῦν, φόρεσε ἕνα πουκάμισο ἄσπρο μέχρι κάτω. Ὕστερα μπῆκε στὰ μνήματα, ἔτσι ὅπως ἦταν μὲ τὸ ἄσπρο πουκάμισο, καὶ γύριζε ἐκεῖ μέσα. Τότε ἔτυχε νὰ περάση ἀπὸ τὰ μνήματα ἡ γιαγιά μου. Ὁ κλέφτης, μόλις τὴν εἶδε, ξάπλωσε κάτω καὶ ἔκανε τὸν πεθαμένο, γιὰ νὰ τὴν φοβερίση, νὰ νομίση ὅτι εἶναι βρυκόλακας. Ἐκείνη ὅμως τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐσένα, ἂν ἤσουν καλὸς ἄνθρωπος, θὰ σὲ εἶχε λειώσει τὸ χῶμα»! Γυρίζει μετὰ τὸ γιαταγάνι ἀπὸ τὴν ἀνάποδη καὶ ἀρχίζει νὰ τὸν δέρνη. Τὸν εἶχε σακατέψει. Οὔτε ἤξερε ποιός ἦταν. Ὕστερα ἄκουσε στὸ χωριὸ ὅτι ὁ τάδε εἶναι σακατεμένος καὶ ἔτσι ἔμαθε ποιός ἦταν.

 

Στὴν ἐποχή μας σπανίζουν τὰ παλληκάρια. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι νερόβραστοι. Γι᾿ αὐτό, Θεὸς φυλάξοι, ἂν γίνη ἕνας πόλεμος, ἄλλοι ἀπὸ φόβο θὰ πεθάνουν, ἄλλοι θὰ μείνουν στὸν δρόμο ἀπὸ μιὰ μικρὴ ταλαιπωρία, γιατὶ συνήθισαν στὴν καλοπέραση. Παλιά, τί παλληκαριὰ εἶχαν! Στὴν Μονὴ Φλαβιανῶν, στὴν Μικρὰ Ἀσία, εἶχαν πιάσει οἱ Τοῦρκοι ἕναν ἄνδρα καὶ τὸν ἔσφαξαν. Μετὰ εἶπαν στὴν γυναίκα του: «Ἢ θὰ ἀρνηθῆς τὸν Χριστὸ ἢ θὰ σφάξουμε καὶ τὰ παιδιά σου». «Τὸν ἄνδρα μου, τοὺς λέει ἐκείνη, τὸν πῆρε ὁ Χριστός, τὰ παιδιά μου τὰ ἐμπιστεύομαι στὸν Χριστὸ καὶ ἐγὼ τὸν Χριστὸ δὲν Τὸν ἀρνοῦμαι». Τί παλληκαριά! Ὅταν δὲν ὑπάρχη στὸν ἄνθρωπο ὁ Χριστός, πῶς νὰ ὑπάρχη αὐτὴ ἡ παλληκαριά; Σήμερα οἱ ἄνθρωποι χωρὶς Χριστὸ χτίζουν τὴν ζωή τους στὰ μπάζα.

 

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἦταν καὶ οἱ μητέρες παλληκάρια καὶ τὰ παιδιὰ παλληκάρια. Στὴν Κόνιτσα, θυμᾶμαι, μιὰ γειτόνισσα ποὺ ἦταν σὲ ἐνδιαφέρουσα πῆγε μόνη της μιάμιση ὥρα μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη στὸ χωράφι καὶ τσάπιζε καλαμπόκια. Ἐκεῖ γέννησε τὸ παιδάκι, τὸ πῆρε στὴν ποδιά της καὶ γύρισε στὸ χωριό. «Ἔχω καὶ μωράκι», μᾶς εἶπε περνώντας ἀπὸ τὴν πόρτα μας. Ἦταν καὶ Κατοχή, δύσκολα χρόνια. Τώρα ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ ἀπὸ φόβο κάθονται ἕξι–ἑπτὰ μῆνες ξαπλωμένες, γιὰ νὰ γεννήσουν ἕνα παιδί. Ἄλλο ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν λόγους ὑγείας.

 

 

  

Ο ΦΥΣΙΚΟΣ ΦΟΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΡΕΝΟ

  

Πολλὲς φορὲς μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ φυσικὸς ὁ φόβος, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀπὸ ἔλλειψη πίστεως, ἀπὸ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό. Ὁ φόβος  ὅμως εἶναι καὶ φρένο, γιατὶ βοηθάει νὰ καταφύγη ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό. Φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος καὶ ζητάει ἀπὸ κάπου νὰ πιασθῆ καὶ ἀναγκάζεται νὰ πιασθῆ ἀπὸ τὸν Θεό. Βλέπεις, στὰ θερμὰ μέρη ποὺ εἶναι ἄγριοι ἄνθρωποι, ἐκεῖ ὑπάρχουν τὰ ἄγρια ζῶα, τὰ μεγάλα θηρία, οἱ βόες κ.λπ., γιὰ νὰ ἀναγκασθοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ζητήσουν βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ καταφύγουν στὸν Θεό, καὶ νὰ βροῦν τὸν προσανατολισμό τους. Ἀλλιῶς, τί μποροῦσε νὰ τοὺς φρενάρη αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Ὅλα ὅσα ἔχει κάνει ὁ Θεὸς ἔχουν κάποιο νόημα.

 

Καὶ γιὰ τὰ μικρὰ παιδιὰ εἶναι φρένο ὁ φόβος. Μερικὰ παιδιά, ἂν δὲν τὰ φοβερίσης καὶ λίγο, δὲν ἀκοῦν κανέναν, οὔτε τὴν μάνα οὔτε τὸν πατέρα. Καὶ ἐμένα, ὅταν ἤμουν μικρός, μοῦ ἔλεγαν «ὁ μπούμπουλος». Ὁ μικρὸς στὴν ἡλικία εἶναι φυσικὸ νὰ φοβᾶται. Ἀλλὰ ὅσο μεγαλώνει τὸ παιδάκι, ὡριμάζει τὸ μυαλὸ καὶ ὑποχωρεῖ ὁ φόβος. Ὁ φυσικὸς φόβος βοηθάει μόνο στὴν παιδικὴ ἡλικία. Ὅταν μεγαλώση ὁ ἄνθρωπος καὶ φοβᾶται ἀπὸ τὸ τίποτε, τότε εἶναι νὰ τὸν λυπᾶσαι! Ἔρχονται πνευματικοὶ ἄνθρωποι στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λένε «νά, πέθανε κάποιος δίπλα μας καὶ ἀπὸ τότε φοβόμαστε συνέχεια», καὶ μὲ παρακαλοῦν νὰ κάνω προσευχὴ νὰ τοὺς φύγη ὁ φόβος. «Ἐδῶ ἄλλοι προσπαθοῦν νὰ ἔχουν μνήμη θανάτου, τοὺς λέω, καὶ ἐσύ, πέθανε ὁ ἄλλος δίπλα σου, καὶ θέλεις νὰ διώξης τὸν φόβο!».

 

Φυσικὸς φόβος ὑπάρχει λίγο παραπάνω καὶ στὶς γυναῖκες. Λίγες εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ δὲν φοβοῦνται. Αὐτὲς ὅμως μπορεῖ νὰ δημιουργήσουν καὶ προβλήματα στὴν οἰκογένεια, γιατὶ δὲν ὑποτάσσονται. Ὅπως καὶ ἕνας ποὺ δὲν εἶναι ἐκ φύσεως δειλὸς καὶ ἔχει μιὰ παλληκαριὰ μπορεῖ νὰ γίνη ἀναιδής. Εἶναι καὶ μερικὲς γυναῖκες ποὺ φοβοῦνται πάρα πολύ. Ὅταν μία γυναίκα ἔχη φυσικὴ φοβία καὶ ἀγωνισθῆ καὶ ἀποκτήση ἀνδρισμό, εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἡ γυναίκα, ἐπειδὴ ἔχει θυσία στὴν φύση της, ἔχει καὶ πολλὴ αὐταπάρνηση, τὴν ὁποία δὲν ἔχει ὁ ἄνδρας, παρ' ὅλο τὸν ἀνδρισμὸ ποὺ ἔχει ἐκ φύσεως.

 

 

  

ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, ΤΟΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Ὅσο φοβᾶται κανείς, τόσο πιὸ πολὺ ἔρχεται ὁ πειρασμός. Αὐτὸς ποὺ ἔχει δειλία πρέπει νὰ προσπαθήση νὰ τὴν διώξη. Ἐγώ, ὅταν ἤμουν μικρός, φοβόμουν νὰ περάσω στὴν Κόνιτσα ἔξω ἀπὸ τὸ κοιμητήρι. Γι' αὐτὸ κοιμήθηκα τρία βράδυα στὸ κοιμητήρι καὶ ἔφυγε ὁ φόβος. Ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ ἔμπαινα μέσα – οὔτε φακὸ ἄναβα, μὴν πάθη κανεὶς καμμιὰ λαχτάρα. Ἂν δὲν ἀγωνισθῆ κανεὶς νὰ ἀνδρωθῆ καὶ ἂν δὲν ἀποκτήση τὴν πραγματικὴ ἀγάπη, σὲ μιὰ δύσκολη περίσταση θὰ τὸν κλαῖνε καὶ οἱ κουκουβάγιες.

 

Ἀπὸ τὴν πολλὴ καλωσύνη, τὴν ἀγάπη, τὴν αὐτοθυσία, γεννιέται ἡ παλληκαριά. Ἀλλὰ σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν νὰ ἀκοῦν γιὰ θάνατο. Ἔμαθα ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς κηδεῖες κ.λπ. δὲν γράφουν τώρα «Γραφεῖο κηδειῶν» ἀλλὰ «Γραφεῖο τελετῶν», γιὰ νὰ μὴ θυμοῦνται οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατο. Ἂν ὅμως δὲν θυμοῦνται τὸν θάνατο, ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Αὐτοὶ ποὺ φοβοῦνται τὸν θάνατο καὶ ἀγαποῦν τὴν μάταιη ζωή, φοβοῦνται ἀκόμη καὶ τὰ μικρόβια καὶ βρίσκονται συνέχεια νικημένοι ἀπὸ τὴν δειλία, ποὺ τοὺς κρατάει πάντα στὴν πνευματικὴ νέκρα. Οἱ τολμηροὶ ἄνθρωποι ποτὲ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο, γι' αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονται μὲ φιλότιμο καὶ αὐταπάρνηση. Ἐπειδὴ βάζουν μπροστά τους τὸν θάνατο καὶ τὸν σκέφτονται καθημερινά, ἑτοιμάζονται πιὸ πνευματικὰ καὶ ἀγωνίζονται τολμηρότερα. Ἔτσι νικοῦν τὴν ματαιότητα καὶ ζοῦν ἀπὸ ἐδῶ στὴν αἰωνιότητα μὲ τὴν παραδεισένια χαρά.  Καὶ στὸν πόλεμο, ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὰ ἰδανικά του, τὴν πίστη καὶ τὴν πατρίδα, νὰ κάνη τὸν σταυρό του καὶ νὰ μὴ φοβᾶται· βοηθάει ὁ Θεός. Ἂν κάνη τὸν σταυρό του καὶ ἀφήση τὴν ζωή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, Ἐκεῖνος θὰ κρίνη μετὰ ἂν πρέπη νὰ ζήση ἢ νὰ πεθάνη.

 

 

  

ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΥΠΟΘΕΣΗ

 

Σὲ μιὰ ἀναμπουμπούλα μεγαλύτερη ζημιὰ γίνεται ἀπὸ τὸν πανικὸ ποὺ δημιουργεῖται. Σὲ ἕναν κίνδυνο τὸ κυριώτερο ἀπὸ ὅλα εἶναι νὰ μὴν τὰ χάνη κανείς. Βλέπεις, ἡ κλῶσσα τὰ βάζει μὲ τὸν ἀετὸ καὶ ὁρμάει ἐπάνω του! Καὶ ἡ γάτα πῶς τὰ βάζει μὲ τὸν σκύλο, γιὰ νὰ σώση τὰ γατάκια! Σηκώνει τὴν οὐρά της ψηλὰ σὰν κυπαρίσσι καὶ ἀρχίζει νὰ κάνη «κίχ!...». Τὰ παίζει ὅλα κορώνα–γράμματα, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ δειλιάζη!

Νὰ μὴν πανικοβάλλεσθε. Ἰδίως οἱ γυναῖκες εὔκολα πανικοβάλλονται. Στὴν Κατοχή, θυμᾶμαι, ἔπρεπε κάποτε νὰ πᾶμε σὲ ἕνα μέρος δυὸ ὧρες ἔξω ἀπὸ τὴν Κόνιτσα. Τὰ παιδιὰ προχώρησαν μπροστά, βρῆκαν κράνη καὶ ροῦχα στρατιωτικὰ ἀπὸ Ἕλληνες στρατιῶτες, τὰ φόρεσαν καὶ πῆγαν σὲ ἕνα ἐξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Εἶχα πάει καὶ ἐγὼ ἐκεῖ νὰ προσκυνήσω. Δεκαεπτὰ χρονῶν ἤμουν. Μόλις τὰ εἶδαν οἱ μανάδες ἀπὸ μακριά, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν «ἦρθαν οἱ Ἰταλοί!» καὶ γύρισαν νὰ φύγουν. Δὲν ρίχνουν μιὰ ματιὰ νὰ δοῦν τί εἶναι. Κράνη ἑλληνικὰ φοροῦσαν τὰ παιδιά, καὶ αὐτὲς τὰ νόμισαν γιὰ Ἰταλοὺς καὶ ἔφευγαν φοβισμένες οἱ μανάδες ἀπὸ τὰ παιδιά τους!

 

Τὸ θάρρος εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ἂν πῆς σὲ ἕναν ὑγιῆ ποὺ εἶναι φοβητσιάρης «κίτρινος εἶσαι· τί ἔχεις;», θὰ πάη στὸν γιατρό, ἐνῶ μπορεῖ νὰ ἦταν κίτρινος, γιατὶ εἶχε ξαγρυπνήσει ἢ τοῦ πονοῦσε τὸ δόντι κ.λπ. Ὁ Ἕλληνας ἢ θὰ τραβήξη μπροστὰ ἢ θὰ πανικοβληθῆ! Οἱ δειλοὶ εἶναι ἄχρηστο πράγμα. Στὸν πόλεμο τοὺς δειλοὺς δὲν τοὺς θέλουν καθόλου· δὲν τοὺς ἔχουν ἐμπιστοσύνη. Δὲν τοὺς παίρνουν σὲ ἐπίθεση στὴν πρώτη γραμμή, γιὰ νὰ μὴ δημιουργήσουν προβλήματα. Ἕνας δειλὸς στρατιώτης, ἂν δὲν ξέρη τὸ στρατηγικὸ σχέδιο, μπορεῖ νὰ δημιουργήση τέτοιο πανικό, ποὺ νὰ διαλύση ὁλόκληρη μεραρχία. Ὁ φόβος μεγαλώνει καὶ τὴν φαντασία του καὶ μπορεῖ νὰ ἀρχίση νὰ φωνάζη «νά, ἔρχονται, ἔφθασαν, σφάζουν, φύγετε! ὤ, ποῦ θὰ πᾶμε, τόσο στρατὸ ἔχουν οἱ ἐχθροί! θὰ μᾶς φᾶνε!», ὁπότε θὰ κάνη πολλὴ ζημιά, γιατὶ εὔκολα ἐπηρεάζονται καὶ οἱ ἄλλοι. Ἕνας ὅμως ποὺ ἔχει παλληκαριά, ἂν δῆ τοὺς ἐχθρούς, θὰ πῆ «μυρμήγκια εἶναι αὐτά· δὲν εἶναι ἄνθρωποι!» καὶ τρέχουν μὲ θάρρος καὶ οἱ ἄλλοι! Γι᾿ αὐτὸ στὸν στρατὸ λένε καλύτερα πέντε γενναῖοι νὰ ἀντιμετωπίσουν μιὰ κατάσταση μὲ ψυχραιμία παρὰ εἴκοσι δειλοί.

 

Καὶ τὸ Σούλι δὲν θὰ μποροῦσαν οἱ Τοῦρκοι νὰ τὸ πάρουν, ἂν δὲν τὸ πρόδιδε ὁ Πήλιος Γούσης, ποὺ ἦταν μέσα ἀπὸ τὸ Σούλι. Ἀπὸ ἕνα κρυφὸ μονοπάτι τοὺς ὁδήγησε. Βλέπεις, πέντε χωριουδάκια ἦταν μονοιασμένα, ἑνωμένα, καὶ τὰ ἔβαζαν μὲ ὁλόκληρο Ἀλῆ-Πασᾶ, ποὺ εἶχε τὴν δύναμη νὰ τὰ βάζη μὲ τὸν Σουλτάνο (1). Τὸ Σούλι ἦταν δίπλα στὸν Ἀλῆ-Πασᾶ καὶ ὅμως τὸν ἔφερναν σβούρα. Καὶ οἱ γυναῖκες πόσο δεμένες ἦταν μεταξύ τους καὶ τί παλληκαριὰ εἶχαν! Ἔπαιρναν καὶ αὐτὲς τὴν καραμπίνα!

 

 

1) (Τουρκικὰ Sultan=ἡγεμών). Τίτλος ἀρχικὰ τῶν ἡγετῶν τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἐν συνεχείᾳ κάθε  μουσουλμανικῆς χώρας.

 

 

  

ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ

 

Ὅταν γίνεται λ.χ. πυρκαγιά, δὲν κάνει καθένας ὅ,τι τοῦ κατεβαίνει. Περιμένουν ὅλοι νὰ πάρουν διαταγή. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν εὐθύνη παρακολουθεῖ καὶ λέει τί πρέπει νὰ γίνη. Ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ δημιουργήσουν πανικὸ καί, ἀντὶ νὰ σβήσουν τὴν φωτιά, νὰ τὴν δυναμώσουν. Μιὰ φορὰ ἐπέστρεφα στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν φθάσαμε μεταξὺ τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου καὶ Παντοκράτορος, ἄρχισε νὰ φυσάη βορειοανατολικὸς ἄνεμος καὶ σηκώθηκε φουρτούνα. Ὁ καραβοκύρης πήγαινε τὸ μοτὲρ κόντρα στὸ κύμα, γιατὶ διαφορετικὰ θὰ βουλιάζαμε. Ἕνας Ἱερισσιώτης φοβητσιάρης, ποὺ δὲν ἤξερε οὔτε ἀπὸ καράβι οὔτε ἀπὸ θάλασσα – μουλάρια εἶχε –, ἔβαλε τὶς φωνές: «Τί κάνεις, θὰ μᾶς πνίξης! Δὲν βλέπετε; Στὴν Καβάλα θὰ μᾶς πάη!». Τότε ξεσηκώθηκαν καὶ ἄλλοι καὶ ἔπεσαν ἐπάνω στὸν καραβοκύρη. «Ἀφῆστε με, ἔλεγε ὁ καημένος, ξέρω ἐγὼ τὴν δουλειά μου». Εὐτυχῶς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιβάτες ἦταν ναυτικὸς καὶ τοὺς καθησύχασε: «Ἀφῆστε τον, ξέρει αὐτός. Κόβει τὸ κύμα ἔτσι ποὺ πάει». Ἂν δὲν ἦταν ἐκεῖνος, θὰ βούλιαζε τὸ μοτέρ, γιατὶ οἱ ἄλλοι δὲν ἄφηναν τὸν καραβοκύρη νὰ κάνη τὴν δουλειά του. Βλέπεις, ἕνας ἦταν φοβητσιάρης, δημιούργησε πανικό, ξεσηκώθηκαν ὅλοι μέσα στὸ πλοῖο καὶ θὰ τὸ βούλιαζαν. Ὕστερα, γιὰ τέτοιες περιπτώσεις ὑπάρχει πάντοτε καὶ ὁ δεύτερος μηχανικὸς πού, ἂν ὁ πρῶτος εἶναι ζαλισμένος, θὰ πιάση ἐκεῖνος τὸ τιμόνι.

 

Οἱ Ἕλληνες δὲν πειθαρχοῦν εὔκολα. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ πιστεύουν στὸ ἀλάθητο τοῦ πάπα. Ἐμεῖς πιστεύουμε στὸν λογισμό μας καὶ ἔχουμε ὅλοι τό... ἀλάθητο! Γιατί λένε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἔχουν καλὴ πολιτική; Ἐπειδὴ λίγοι Τοῦρκοι εἶναι μυαλωμένοι καὶ οἱ περισσότεροι κοιμισμένοι· γίνονται λοιπὸν ἀρχηγοὶ οἱ λίγοι ποὺ εἶναι μυαλωμένοι καὶ οἱ ἄλλοι ὑπακούουν φυσιολογικά. Οἱ Ἕλληνες, ἐπειδὴ σχεδὸν ὅλοι ἔχουν πολὺ μυαλό, θέλουν ὅλοι νὰ κυβερνοῦν, νὰ διατάζουν, καὶ δύσκολα ὑποτάσσονται. Καὶ οἱ Ἰταλοὶ ἔλεγαν: «Στοὺς δέκα Ἕλληνες οἱ πέντε θέλουν νὰ κάνουν κουμάντο»!

 

Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι θέλουμε νὰ πᾶμε κάπου· μπορεῖ ἕνας νὰ ξέρη ἕνα μονοπάτι ποὺ εἶναι λίγο συντομώτερο, ὁ ἄλλος νὰ ξέρη ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ ἄλλος κάποιο ἄλλο, καὶ νὰ ἀρχίση ὁ ἕνας νὰ ἐπιμένη «ὄχι, νὰ πᾶμε ἀπὸ ἐδῶ, εἶναι καλύτερα», ὁ ἄλλος «ὄχι, νὰ πᾶμε ἀπὸ ἐκεῖ», καὶ τελικά, ἂν δὲν διατάζη ἕνας, μπορεῖ νὰ περάσουν ὧρες, μέρες, χωρὶς νὰ ξεκινήσουν καὶ νὰ βρίσκωνται στὸν ἴδιο τόπο. Ἂν ὅμως διατάζη κάποιος καὶ πῆ «ἀπὸ ᾿κεῖ θὰ πᾶμε», ἐπειδὴ ξέρει ἐκεῖνον τὸν δρόμο, ἔστω  καὶ ἂν εἶναι μακρύτερος, θὰ φθάσουν κάποτε. Ἂν φυσικὰ αὐτὸς ποὺ διατάζει ξέρη τὸν συντομώτερο δρόμο, αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο. Ἀλλά, ἔστω καὶ ἂν ξέρη τὸν μακρύτερο, πάλι θὰ φθάσουν μὲ τὴν διαταγή.

 

 

  

Ο ΘΕΟΣ ΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΒΛΕΠΕΙ ΚΑΙ ΒΟΗΘΑΕΙ

 

Ὁ Θεὸς τὴν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου βλέπει καὶ βοηθάει. Ὕστερα, συχνά, σὲ δύσκολες στιγμές, καὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν φαίνονται γιὰ παλληκάρια, δείχνουν μεγάλη παλληκαριά. Νά, θυμᾶμαι, στὸν στρατὸ ἦταν ἕνας ὑπολοχαγὸς ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε δείξει οὔτε θυσία οὔτε παλληκαριά. Μιὰ φορὰ ποὺ κινδυνεύαμε νὰ μᾶς πιάσουν οἱ ἀντάρτες, εἶχε σταθῆ σὲ ἕνα ἐξωκλήσι καὶ μὲ ἕνα αὐτόματο τοὺς καθήλωσε, μέχρι νὰ ὀπισθοχωρήσουμε, καὶ σωθήκαμε. Στάθηκε ἐκεῖ καὶ ἔρριχνε μὲ τὸ πολυβόλο, πάνω–κάτω, ἀριστερὰ–δεξιά, καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ περάσουν. Στὸ τέλος ἔφυγε, γιὰ νὰ μὴν τὸν δοῦμε. Καὶ ὕστερα, οὔτε κἂν εἶπε «ἐγὼ τοὺς καθυστέρησα καὶ μπορέσατε νὰ σωθῆτε...», γιὰ νὰ καμαρώση κ.λπ. Λέγαμε ὅλοι «ἕνα αὐτόματο μᾶς ἔσωσε», ἔλεγε καὶ αὐτός: «Ἕνα αὐτόματο μᾶς ἔσωσε». Ἀφοῦ ὅλοι ἔλεγαν ἔτσι, ἔλεγε καὶ αὐτὸς τὰ ἴδια. Καὶ τελικὰ εἴδαμε ὅτι ὁ τάδε ἦταν στὴν μονάδα, ὁ τάδε ἦταν, ἐκεῖνος μόνον ἀπουσίαζε καὶ ἐξακριβώσαμε ὅτι αὐτὸς ἦταν. Κοσμικὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ κάνη τέτοια θυσία! Θυσιάσθηκε, γιατὶ αὐτὸς κινδύνευσε περισσότερο ἀπὸ ὅλους μας. Ἐσεῖς βάζετε τὸν ἑαυτό σας σὲ τέτοια θυσία; Ἐκεῖνος οὔτε Πατερικὰ διάβαζε οὔτε ἀπὸ πνευματικὰ ἤξερε... Τὸν γνώριζα, εἶχε μιὰ ἁπλότητα, μιὰ τιμιότητα. Γι' αὐτὸ δὲν φθάνει νὰ ἔχη κανεὶς μόνον παλληκαριά, πρέπει νὰ ἔχη καὶ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, γιὰ νὰ ἔχη ἀντίκρισμα ἡ παλληκαριά.

 

 

  

ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ

 

Στὶς κρίσιμες στιγμὲς χρειάζεται πάντα ἑτοιμότητα καὶ παλληκαριά. Στὴν Κατοχὴ οἱ Ἰταλοὶ ἔπαιρναν πέντε-ἕξι ζῶα καὶ ἔρχονταν στὸ χωράφι μας καὶ τὰ φόρτωναν πεπόνια. Μιὰ φορὰ τοὺς λέω: «Αὐτὰ τὰ πεπόνια τὰ ἔχουμε κρατήσει γιὰ σπόρο· ἐκεῖνα πάρτε τα». Σηκώνει τὸν βούρδουλα ὁ Ἰταλὸς καὶ μοῦ λέει: «Τὸ βλέπεις αὐτό;». Ἔπιασα καὶ ἐγὼ τὸν βούρδουλα καὶ τὸν κοίταζα... «Μπόνε!», τοῦ λέω. Δηλαδὴ «καλός!». Τάχα ὅτι μοῦ τὸ ἔδειξε νὰ τοῦ πῶ ἂν εἶναι ὄμορφος! Ἔσπασε ὁ θυμός του· γέλασε καὶ ἔφυγε! Θυμᾶμαι καὶ ἕνα περιστατικὸ τότε μὲ τὸν ἀνταρτοπόλεμο. Πῆγαν μιὰ φορὰ δύο στρατιῶτες σὲ ἕνα μποστάνι νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν νοικοκύρη νὰ φᾶνε κανένα πεπόνι, καμμιὰ ντομάτα. Ἄφησαν τὰ ντουφέκια τους στὴν ἄκρη καὶ προχώρησαν. Ὁ νοικοκύρης, μόλις τοὺς εἶδε ἀπὸ μακριά, πῆρε τὸ ντουφέκι νὰ τοὺς χτυπήση. Ἁρπάζει τότε ὁ ἕνας στρατιώτης μιὰ ντομάτα κόκκινη καὶ φωνάζει: «Ἄσ' το τὸ ὅπλο, γιατὶ θὰ σοῦ τὴν φυσήξω τὴν χειροβομβίδα!». Ἀφήνει ἐκεῖνος τὸ ὅπλο καὶ σηκώνεται καὶ φεύγει!

 

Ἕνας ἄλλος στρατιώτης εἶχε κρεμάσει τὴν κάπα του κάπου μακριὰ σὲ μιὰ γκορτσιά (1). Σὲ λίγο κατέβηκε ἕνας ἀντάρτης ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ θὰ τὸν ἔπιανε. «Ἀρχηγέ, τί νὰ τὸν κάνω αὐτόν;», φώναξε ἐκεῖνος γυρίζοντας πρὸς τὴν κάπα. Καὶ ὕστερα, σὰν νὰ τοῦ ἔκανε νόημα ὁ ἀρχηγός, εἶπε στὸν ἀντάρτη: «Φέρε τὸ ντουφέκι ἐδῶ!». Τοῦ τὸ ἅρπαξε καὶ τὸν ἀφόπλισε.

Βλέπεις, ἕνας ἦταν, μόνον τὴν κάπα εἶχε, καὶ τὸν ἄλλον τὸν ἀφόπλισε! Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶχε μαζέψει ἕνα σωρὸ ντουφέκια ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες. Θέλει παλληκαριά!

 

Θυμᾶμαι καὶ ἕναν Ρῶσο μοναχὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος· ὅταν πῆγαν νὰ τὸν ληστέψουν οἱ κλέφτες, τὴν στιγμὴ ποὺ ἀνέβαιναν στὸν τοῖχο, βγῆκε ἀπὸ πάνω καὶ φώναξε: «Τί θέλετε, μὲ τὸ ἑξάσφαιρο ἢ μὲ τὸ δωδεκάσφαιρο νὰ σᾶς χτυπήσω;». Τὸ ἔβαλαν ἐκεῖνοι στὰ πόδια. Ἕνας ἄλλος, ὅταν πῆγαν κλέφτες στὸ Κελλί του, πῆρε τὸ τηγάνι καὶ ἔκανε πὼς τηλεφωνοῦσε: «Ναί, κλέφτες ἦρθαν κ.λπ.!». Νόμιζαν ὅτι εἰδοποιεῖ καὶ ἔφυγαν. Κάποτε πάλι ἕνας πολὺ εὔσωμος, σὰν γίγαντας, ἅρπαξε ἕναν τσομπάνο ἀπὸ τὸν λαιμό, γιὰ νὰ τὸν πνίξη. Ὁ τσομπάνος, ὁ καημένος, τέντωσε τὰ μάτια του ἀπὸ τὸν φόβο, ὁπότε τοῦ λέει ἐκεῖνος: «Τί μὲ κοιτᾶς ἄγρια;». «Σκέφτομαι σὲ ποιά κορυφὴ νὰ σὲ πετάξω», τοῦ λέει ὁ τσομπάνος. Ὁ ἄλλος φοβήθηκε καὶ τὸν ἄφησε!

 

Γι᾿ αὐτὸ λέω νὰ μὴν τὰ χάνη κανείς. Νὰ κρατάη τὴν ψυχραιμία του καὶ νὰ δουλεύη τὸ μυαλό. Γιατί, ἂν δὲν δουλεύη τὸ μυαλό, καὶ μόνον ἀπὸ χαζομάρα μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ προδώση. Ὁτιδήποτε συμβαίνει, πρέπει νὰ προσευχηθῆ, νὰ σκεφθῆ καὶ νὰ ἐνεργήση. Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ προσπαθῆ μὲ πνευματικὸ τρόπο νὰ ἀντιμετωπίζη μιὰ δύσκολη κατάσταση. Σήμερα ὅμως λείπουν καὶ οἱ δυὸ παλληκαριές· οὔτε πνευματικὴ παλληκαριὰ ὑπάρχει, ἡ ὁποία γεννιέται ἀπὸ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία στὸν Θεό, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῆ μιὰ δυσκολία μὲ πνευματικὸ τρόπο, οὔτε φυσικὴ παλληκαριὰ ὑπάρχει, ὥστε νὰ μὴ δειλιάση κανεὶς σὲ ἕναν κίνδυνο. Πρέπει νὰ ἔχη κανεὶς πολλὴ ἁγιότητα, γιὰ νὰ φρενάρη ἕνα μεγάλο κακό, ἀλλιῶς ποῦ νὰ στηριχθῆ; Μιὰ ψυχὴ σὲ ἕνα μοναστήρι ἂν ἔχη πνευματικὴ παλληκαριά, νὰ δῆς, τὸν ἄλλον ποὺ ἔρχεται μὲ κακὸ σκοπὸ θὰ τὸν καθηλώνη μὲ τὸ ἕνα πόδι μέσα ἀπὸ τὴν μάνδρα καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἀπ᾿ ἔξω (2)! Θὰ τὸν χτυπάη στὸ κεφάλι μὲ πνευματικὸ τρόπο, μὲ τὸ κομποσχοίνι, μὲ τὴν εὐχή, καὶ ὄχι μὲ τὸ πιστόλι. Λίγη προσευχὴ θὰ κάνη, καὶ ὁ ἄλλος θὰ μένη ἐκεῖ ἔξω ἀκίνητος! Θὰ μένη γιά... σκοπός! Μιὰ ψυχή, ἂν ἔχη πνευματικὴ κατάσταση, καὶ τὸ κακὸ θὰ φρενάρη καὶ τὸν κόσμο θὰ βοηθήση, καὶ γιὰ τὸ μοναστήρι θὰ εἶναι ἀσφάλεια. Οἱ Μυροφόρες δὲν ὑπολόγισαν τίποτε, γιατὶ εἶχαν πνευματικὴ κατάσταση καὶ ἐμπιστεύθηκαν στὸν Χριστό. Ἂν δὲν εἶχαν πνευματικὴ κατάσταση, ποῦ θὰ ἐμπιστεύονταν, γιὰ νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκαναν;

 

Στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὁ πιὸ δειλὸς μπορεῖ νὰ ἀποκτήση πολὺ ἀνδρισμό, ἂν ἐμπιστευθῆ τὸν ἑαυτό του στὸν Χριστό, στὴν θεία βοήθεια. Μπορεῖ νὰ πάη στὴν πρώτη γραμμὴ νὰ πολεμήση καὶ νὰ νικήση. Ἐνῶ οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ κάνουν τὸ κακό, καὶ παλληκαριὰ νὰ ἔχουν, φοβοῦνται, διότι αἰσθάνονται τὴν ἐνοχή τους καὶ μόνο στὴν βαρβαρότητά τους στηρίζονται. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει θεϊκὲς δυνάμεις, ἔχει καὶ τὸ δίκαιο μὲ τὸ μέρος του. Βλέπεις, ἕνα κουταβάκι κάνει «γὰβ-γὰβ» καὶ φεύγει ὁ λύκος, γιατὶ αἰσθάνεται ἐνοχή. Οἰκονόμησε ὁ Θεὸς καὶ ὁ λύκος νὰ φοβᾶται ἀπὸ ἕνα κουταβάκι, γιατὶ αὐτὸ ἔχει δικαιώματα στὸ σπίτι τοῦ νοικοκύρη του, – πόσο μᾶλλον ὁ ἄνθρωπος ποὺ πάει νὰ κάνη κακὸ μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει Χριστὸ μέσα! Γι' αὐτὸ μόνον τὸν Θεὸ νὰ φοβώμαστε, ὄχι τοὺς ἀνθρώπους, ὅσο κακοὶ καὶ νὰ εἶναι. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πιὸ δειλὸ τὸν κάνει παλληκάρι. Ὅσο ἑνώνεται κανεὶς μὲ τὸν Θεό, τόσο δὲν φοβᾶται τίποτε.

 

Ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση στὶς δυσκολίες. Ἀλλὰ γιὰ νὰ δώση ὁ Θεὸς τὴν θεϊκὴ δύναμη, πρέπει καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ δώση αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ μπορεῖ.

 

 

1) Ἄγρια ἀχλαδιά.

2) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 92-93.

 

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ