ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

  

«ΖΗΤΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

 

Ὁ Θεὸς ἀγαπάει τὸ πλάσμα Του, τὴν εἰκόνα Του, καὶ τὸ φροντίζει γι᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ χρειάζονται. Μὰ καὶ ἂν ὁ Θεὸς δὲν δώση αὐτὰ τὰ ἐπίγεια, τὰ ὑλικὰ πράγματα, δὲν θὰ στενοχωρηθῆ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζῆ πνευματικά. Ἂν ζητᾶμε πρῶτα τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη μέριμνά μας, ὅλα τὰ ἄλλα θὰ μᾶς δοθοῦν. Θὰ ἀφήση ὁ Θεὸς τὸ πλάσμα Του; Τὸ μάννα ποὺ ἔρριχνε ὁ Θεὸς καθημερινὰ στοὺς Ἰσραηλίτες στὴν ἔρημο, ἂν τὸ κρατοῦσαν γιὰ τὴν ἄλλη μέρα, σάπιζε (1). Ἔτσι τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὴν θεία πρόνοια.

 

Ἀκόμη τὸ «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (2) δὲν τὸ ἔχουμε καταλάβει. Ἢ πιστεύουμε ἢ δὲν πιστεύουμε. Ὅταν πῆγα νὰ μείνω στὸ Σινᾶ, δὲν εἶχα τίποτε. Δὲν σκέφθηκα ὅμως καθόλου τί θὰ γίνω στὴν ἔρημο μέσα σὲ ἄγνωστους ἀνθρώπους, τί θὰ φάω, πῶς θὰ ζήσω. Τὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης, ὅπου θὰ ἔμενα, ἦταν χρόνια ἐγκαταλελειμμένο, ἀκατοίκητο. Ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ ἐπιβαρύνω τὸ μοναστήρι, δὲν ζήτησα τίποτε. Μοῦ ἔφεραν λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ τὸ γύρισα πίσω. Γιατί νὰ ἀνησυχήσω, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»; Τὸ νερὸ καὶ αὐτὸ ἦταν ἐλάχιστο. Οὔτε ἐργόχειρο ἤξερα, γιὰ νὰ πῆς πὼς θὰ δούλευα καὶ θὰ ἔβγαζα τὸ ψωμί μου. Τὸ μόνο ἐργαλεῖο ποὺ εἶχα ἦταν ἕνα ψαλίδι. Τὸ χώρισα στὰ δύο, τὸ ἀκόνισα σὲ μιὰ πέτρα, πῆρα καὶ ἕνα ξύλο καὶ ἄρχισα νὰ φτιάχνω ξυλόγλυπτα εἰκονάκια. Δούλευα καὶ ἔλεγα καὶ τὴν εὐχή. Γρήγορα ἐξασκήθηκα.Ἔφτιαχνα συνέχεια τὸ ἴδιο σχέδιο, καὶ τὴν δουλειὰ ποὺ θὰ ἔκανα σὲ πέντε μέρες, τὴν ἔκανα σὲ ἕντεκα ὧρες, καὶ ὄχι μόνο δὲν στερήθηκα, ἀλλὰ βοηθοῦσα καὶ τὰ Βεδουϊνάκια. Γιὰ ἕνα διάστημα ἔκανα ἐργόχειρο ἀρκετὲς ὧρες τὴν ἡμέρα. Ὕστερα εἶχα φθάσει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν ἤθελα νὰ κάνω ἐργόχειρο, ἀλλὰ ἔβλεπα καὶ τὴν ἀνάγκη ποὺ εἶχαν τὰ Βεδουϊνάκια. Ἕνα σκουφὶ καὶ ἕνα ζευγάρι πέδιλα νὰ τοὺς ἔδινες, ἦταν γι᾿ αὐτὰ πολὺ μεγάλη εὐλογία... Μοῦ πέρασε λοιπὸν ὁ λογισμός: «Ἦρθα ἐδῶ, γιὰ νὰ βοηθῶ τοὺς Βεδουΐνους ἢ γιὰ νὰ κάνω προσευχὴ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο;». Ἔτσι ἀποφάσισα νὰ περιορίσω τὴν δουλειά, γιὰ νὰ εἶμαι πιὸ ἀπερίσπαστος καὶ νὰ προσεύχωμαι περισσότερο. Καὶ μήπως περίμενα ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια; Οἱ Βεδουΐνοι δὲν εἶχαν οἱ ἴδιοι νὰ φᾶνε. Τὸ μοναστήρι ἦταν μακριά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔρημος. Τὴν ἴδια μέρα ὅμως ποὺ περιόρισα τὴν δουλειά, γιὰ νὰ διαθέσω περισσότερο χρόνο στὴν προσευχή, ἔρχεται κάποιος καὶ μὲ βρίσκει ἔξω ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο καὶ μοῦ λέει: «Νά, πάρε αὐτὲς τὶς ἑκατὸ λίρες, γιὰ νὰ βοηθᾶς τὰ Βεδουϊνάκια καὶ νὰ μὴ βγαίνης ἀπὸ τὸ πρόγραμμά σου καὶ νὰ προσεύχεσαι»! Δὲν ἄντεξα. Τὸν ἄφησα μόνον του γιὰ ἕνα τέταρτο καὶ πῆγα λίγο μέσα. Μοῦ εἶχε δημιουργήσει τέτοια κατάσταση ἡ πρόνοια καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου. Βλέπεις πῶς ὁ Θεὸς οἰκονομάει, ὅταν ὑπάρχη ἡ καλὴ διάθεση; Γιατὶ ἐγὼ πόσα θὰ τοὺς ἔδινα; Ἔδινα σὲ ἕνα, ἐρχόταν τὸ ἄλλο, «ἐμένα δὲν μοῦ ἔδωσες, Πάτερ!», ἔλεγε, ὕστερα ἐρχόταν ἄλλο, «ἐμένα δὲν μοῦ ἔδωσες, Πάτερ!».

 

Ὁ διάβολος ρίχνει στάχτη στὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴ δῆ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅταν δῆ ὁ ἄνθρωπος τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, θὰ μαλακώση ἡ γρανιτένια καρδιά του, θὰ γίνη εὐαίσθητη καὶ θὰ ξεσπάση σὲ δοξολογία, καὶ αὐτὸ δὲν συμφέρει στὸν διάβολο.

 

 

1) Βλ. Ἔξ. 16, 19-20.

2) Βλ. Ματθ. 6, 33.


 

  

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΥΧΝΑ ΚΑΝΟΝΙΖΕΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

 

Κάποιος εἶχε κάνει μιὰ μονάδα ἰχθυοτροφείου καὶ ὅλη μέρα ἔλεγε «δόξα σοι ὁ Θεός», γιατὶ ἔβλεπε συνέχεια τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μοῦ ἔλεγε ὅτι τὸ ψαράκι, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ γονιμοποιηθῆ καὶ εἶναι μικρὸ σὰν τὸ κεφαλάκι τῆς καρφίτσας, ἔχει καὶ ἕνα σακκουλάκι μὲ ὑγρό, γιὰ νὰ τρέφεται, μέχρι νὰ μεγαλώση καὶ νὰ μπορῆ νὰ πιάνη κανέναν μικροοργανισμὸ ἀπὸ τὸ νερό. Τοῦ ἔχει δηλαδὴ καὶ τὴν «κομπάνια» (1) του ὁ Θεός! Καὶ ἂν γι' αὐτὰ προνοῆ ὁ Θεός, πόσο μᾶλλον γιὰ τὸν ἄνθρωπο! Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος συχνὰ κανονίζει καὶ ἀποφασίζει γιὰ ὅλα χωρὶς τὸν Θεό. «Θὰ κάνω, λέει, δύο παιδιά». Τὸν Θεὸ δὲν Τὸν βάζει στὸν λογαριασμό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ γίνονται τόσα ἀτυχήματα καὶ σκοτώνονται τόσα παιδιά. Ἔχουν οἱ περισσότεροι δυὸ παιδιά, τὸ ἕνα χτυπάει μὲ τὸ αὐτοκίνητο, τὸ ἄλλο ἀρρωσταίνει καὶ πεθαίνει, καὶ δὲν ἔχουν μετὰ κανένα παιδί.

 

Ὅταν οἱ γονεῖς, οἱ συνδημιουργοὶ τοῦ Θεοῦ, δυσκολεύωνται, μετὰ ἀπὸ τὶς προσπάθειες ποὺ κάνουν νὰ οἰκονομήσουν τὰ παιδιά τους, πρέπει ταπεινὰ νὰ ζητήσουν καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Μεγάλου Δημιουργοῦ ἁπλώνοντας τὰ χέρια τους πρὸς τὰ πάνω. Τότε χαίρεται καὶ ὁ Θεὸς ποὺ βοηθάει, χαίρεται καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ βοηθιέται. Τὸ διάστημα ποὺ ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου, γνώρισα ἕναν πολύτεκνο οἰκογενειάρχη ποὺ ἦταν ἀγροφύλακας σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Ἠπείρου, ἀπόσταση τεσσερισήμισι ὧρες μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴν Κόνιτσα, ὅπου ἔμενε ἡ οἰκογένειά του. Εἶχε ἐννέα παιδιά. Ἐπειδὴ ὁ δρόμος γιὰ τὸ χωριὸ περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὁ ἀγροφύλακας αὐτὸς ἐρχόταν, καὶ ὅταν πήγαινε στὴν ὑπηρεσία του, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπέστρεφε. Ὅποτε ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ χωριό, γιὰ νὰ πάη στὸ σπίτι του, μὲ παρακαλοῦσε νὰ ἀνάψη ὁ ἴδιος τὰ κανδήλια. Ἂν καὶ ἔχυνε κάτω λάδια, τὸν ἄφηνα νὰ τὰ ἀνάβη· προτιμοῦσα νὰ καθαρίσω μετὰ τὶς πλάκες τοῦ Ναοῦ, παρὰ νὰ τὸν λυπήσω. Ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τριακόσια μέτρα περίπου πιὸ ἔξω, ἔρριχνε πάντα μιὰ ντουφεκιά! Αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἐξηγήσω, γι' αὐτὸ ἀποφάσισα νὰ τὸν παρακολουθήσω ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ἔμπαινε μέσα στὸν Ναὸ μέχρι νὰ πάρη τὸν δρόμο γιὰ τὴν Κόνιτσα. Ἄναβε λοιπὸν πρῶτα τὰ κανδήλια μέσα στὸν Ναὸ καὶ ὕστερα ἔβγαινε στὸν νάρθηκα. Ἀφοῦ ἄναβε καὶ ἐκεῖ τὴν κανδήλα ποὺ ἦταν πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, βουτοῦσε τὸ δάκτυλό του στὴν κανδήλα, γονάτιζε, ἅπλωνε τὰ χέρια του πρὸς τὴν εἰκόνα καὶ ἔλεγε: «Παναγία μου, ἐννιὰ παιδιὰ ἔχω· οἰκονόμησέ τα λίγο κρέας». Ἄλειφε στὴν συνέχεια τὸ στόχαστρο στὴν κάννη τοῦ ντουφεκιοῦ μὲ τὸ λαδάκι ποὺ εἶχε στὸ δάκτυλο, καὶ ἔφευγε. Τριακόσια μέτρα ἔξω ἀπὸ τὴν μονή, ὅπου ὑπῆρχε μιὰ μουριά, τὸν περίμενε ἕνα ἀγριοκάτσικο. Ἔρριχνε, ὅπως ἀνέφερα, μιὰ ντουφεκιά, τὸ σκότωνε, τὸ κατέβαζε κάτω σὲ μιὰ σπηλιά, τὸ ἔγδερνε καὶ τὸ πήγαινε στὰ παιδιά του. Αὐτὸ γινόταν κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν δουλειά του. Θαύμασα τὴν πίστη τοῦ ἀγροφύλακα καὶ τὴν πρόνοια τῆς Παναγίας. Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι πέντε χρόνια ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Κάποια στιγμὴ τὸν ρώτησα αὐθόρμητα: «Τί κάνουν τὰ παιδιά σου; Ποῦ βρίσκονται;». Καὶ ἐκεῖνος ἅπλωσε πρῶτα τὸ χέρι του πρὸς τὸν Βορρᾶ καὶ εἶπε «ἄλλα στὴν Γερμανία» καὶ μετὰ ἅπλωσε τὸ χέρι του πρὸς τὸν Νότο καὶ εἶπε «καὶ ἄλλα στὴν Αὐστραλία· δόξα τῷ Θεῷ ἔχουν τὴν ὑγειά τους». Διατηροῦσε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό του ἁγνὸ ἀπὸ ἄθεες ἰδεολογίες, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἄφησε.

 

 

1) Κομπάνια: ἐφοδιασμὸς μὲ τρόφιμα.

 

 

  

ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

  

Οἰκονομάει ὁ Θεός. Βλέπει τὶς ἀνάγκες, τὶς ἐπιθυμίες μας, καί, ὅταν κάτι εἶναι γιὰ τὸ καλό μας, μᾶς τὸ δίνει. Ὅταν κανεὶς χρειάζεται σὲ κάτι βοήθεια, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία βοηθοῦν. Ρωτοῦσαν τὸν Γέροντα Φιλάρετο (1): «Τί θέλεις, Γέροντα, νὰ σὲ οἰκονομήσουμε;». «Ὅ,τι θέλω ἡ Παναγία θὰ τὸ στείλη», ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. Καὶ ἔτσι γινόταν. Ὅταν ἐμπιστευώμαστε τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεό, ὁ Καλὸς Θεὸς μᾶς παρακολουθεῖ καὶ μᾶς οἰκονομάει. Σὰν καλὸς οἰκονόμος δίνει στὸν καθένα μας ὅ,τι τοῦ χρειάζεται καὶ μᾶς φροντίζει ἀκόμη καὶ σὲ λεπτομέρειες γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες μας. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν φροντίδα Του, τὴν πρόνοιά Του, μᾶς δίνει ἀκριβῶς ὅ,τι μᾶς χρειάζεται. Νὰ μὴν περιμένης ὅμως πρῶτα νὰ σοῦ δώση ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐσὺ νὰ δώσης ὅλο τὸν ἑαυτό σου στὸν Θεό. Γιατί, ἐὰν ζητᾶς συνέχεια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἀφήνης τὸν ἑαυτό σου μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, αὐτὸ δείχνει ὅτι ἔχεις δικό σου σπίτι καὶ ἀποξενώνεσαι ἀπὸ τὶς αἰώνιες οὐράνιες Μονές. Ὅσοι ἄνθρωποι τὰ δίνουν ὅλα στὸν Θεὸ καὶ δίνονται ὁλόκληροι σ᾿ Αὐτόν, στεγάζονται κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο τροῦλλο τοῦ Θεοῦ καὶ προστατεύονται ἀπὸ τὴν θεία Του πρόνοια. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ εἶναι μιὰ συνεχὴς μυστικὴ προσευχή, ποὺ φέρνει ἀθόρυβα τὶς δυνάμεις τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ποὺ χρειάζονται καὶ τὴν ὥρα ποὺ χρειάζονται, καὶ τότε τὰ φιλότιμα παιδιά Του Τὸν δοξολογοῦν συνέχεια μὲ πολλὴ εὐγνωμοσύνη.

 

Ὁ Παπα-Τύχων, ὅταν εἶχε πάει στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, δὲν εἶχε Ναό, ἂν καὶ τοῦ ἦταν ἀπαραίτητος. Οὔτε χρήματα εἶχε γιὰ νὰ φτιάξη, παρὰ μόνο μεγάλη πίστη στὸν Θεό. Μιὰ μέρα προσευχήθηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὶς Καρυές, μὲ τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοῦ οἰκονομοῦσε τὰ χρήματα ποὺ χρειαζόταν, γιὰ νὰ φτιάξη τὸν Ναό. Πρὶν φθάση ἀκόμη στὶς Καρυές, τὸν φώναξε ἀπὸ μακριὰ ὁ δικαῖος (2) τῆς Σκήτης τοῦ Προφήτη Ἠλία. Ὅταν πλησίασε ὁ Παπα-Τύχων, ὁ δικαῖος τοῦ εἶπε: «Κάποιος καλὸς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ μοῦ ἔστειλε αὐτὰ τὰ δολλάρια, γιὰ νὰ τὰ δώσω σὲ κανέναν ἀσκητὴ ποὺ δὲν ἔχει Ναό. Ἐσὺ δὲν ἔχεις Ναό· πάρ' τα καὶ φτιάξε». Δάκρυσε ὁ Παπα-Τύχων ἀπὸ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν Καλὸ Θεὸ πού, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, εἶχε φροντίσει γιὰ τὸν Ναό, πρὶν ἀκόμη ἐκεῖνος Τὸν παρακαλέση, ὥστε νὰ τοῦ ἔχη ἕτοιμα τὰ χρήματα, ὅταν θὰ τοῦ τὰ ζητοῦσε (3).

 

Ὅταν κανεὶς ἀφήνεται στὸν Θεό, ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀφήνει. Καὶ πράγματι, ἂν χρειασθῆς αὔριο στὶς δέκα ἡ ὥρα κάτι, ὅταν δὲν εἶναι παράλογο καὶ εἶναι ἀνάγκη πραγματική, ἐννιὰ καὶ σαράντα πέντε λεπτὰ ἢ ἐννιὰ καὶ μισὴ θὰ τὸ ἔχη ἕτοιμο ὁ Θεός, γιὰ νὰ σοῦ τὸ δώση. Π.χ. σοῦ χρειάζεται ἕνα κύπελλο στὶς ἐννιὰ ἡ ὥρα. Στὶς ἐννιὰ παρὰ πέντε σοῦ ἔρχεται τὸ κύπελλο. Σοῦ χρειάζονται πεντακόσιες δραχμές. Τὴν ὥρα ποὺ τὶς θέλεις ἔρχονται ἀκριβῶς πεντακόσιες δραχμές· οὔτε πεντακόσιες δέκα οὔτε τετρακόσιες ἐνενῆντα. Ἔχω παρατηρήσει ὅτι, ἂν μοῦ χρειασθῆ λ.χ. κάτι αὔριο, ὁ Θεὸς τὸ ἔχει προνοήσει ἀπὸ σήμερα· πρὶν δηλαδὴ τὸ σκεφθῶ ἐγώ, τὸ ἔχει σκεφθῆ ὁ Θεὸς πιὸ νωρὶς καὶ τὸ παρουσιάζει τὴν ὥρα ποὺ τὸ χρειάζομαι. Γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἔρχεται, γιὰ νὰ φθάση σ' ἐμένα ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποὺ τὸ χρειάζομαι, βλέπω πόσος χρόνος ἀπαιτεῖται. Ἄρα ὁ Θεὸς τὸ φρόντισε νωρίτερα.

Ὅταν ἀπὸ φιλότιμο κάνουμε τὸν Θεὸ νὰ χαίρεται μὲ τὴν ζωή μας, τότε Ἐκεῖνος δίνει ἄφθονες τὶς εὐλογίες Του στὰ φιλότιμα παιδιά Του, τὴν ὥρα ποὺ τὶς χρειάζονται. Ὅλη ἡ ζωὴ μετὰ περνάει μὲ εὐλογίες τῆς θείας πρόνοιας. Μπορῶ ὧρες νὰ σᾶς λέω παραδείγματα ἀπὸ τὴν θαυμαστὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

 

Ὅταν ἤμουν στὸν πόλεμο, στὶς ἐπιχειρήσεις, εἶχα ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἔδωσα σὲ κάποιον. Μετὰ ἔλεγα: «Ἄχ, νὰ εἶχα ἕνα Εὐαγγέλιο, πόσο θὰ μὲ βοηθοῦσε!». Τὰ Χριστούγεννα μᾶς εἶχαν στείλει πάνω στὸ βουνὸ διακόσια δέματα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Ἀπὸ τὰ διακόσια δέματα, μόνο στὸ δικό μου δέμα ὑπῆρχε ἕνα Εὐαγγέλιο! Ἦταν παλιὸ Εὐαγγέλιο, εἶχε καὶ χάρτη τῆς Παλαιστίνης. Στὸ δέμα ὑπῆρχε καὶ ἕνα σημείωμα ποὺ ἔγραφε: «Ἂν χρειάζεσαι καὶ ἄλλα βιβλία, γράψε μας νὰ σοῦ στείλουμε». Ἀργότερα, στὴν Μονὴ Στομίου, χρειάσθηκα μιὰ φορὰ ἕνα κανδήλι γιὰ τὸν Ναό. Ἕνα πρωί, χαράματα, κατέβηκα στὴν Κόνιτσα. Τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσα ἔξω ἀπὸ ἕνα σπίτι, ἀκούω μιὰ κοπέλα νὰ λέη στὸν πατέρα της: «Πατέρα, ὁ καλόγερος!». Τότε ἐκεῖνος ἦρθε καὶ μοῦ εἶπε: «Πάτερ, ἔταξα ἕνα κανδήλι στὴν Παναγία· πάρε αὐτὰ τὰ χρήματα νὰ τὸ ἀγοράσης», καὶ μοῦ δίνει πεντακόσιες δραχμές, ἀκριβῶς ὅσο ἔκανε τὸ 1958 ἕνα κανδήλι. Ἀλλὰ καὶ τώρα, ὅταν κάτι χρειάζωμαι, τὰ οἰκονομάει ἀμέσως ὁ Θεός. Θέλω λ.χ. νὰ κόψω ξύλα καὶ δὲν μπορῶ. Τότε οἰκονομοῦνται τάκα–τάκα τὰ ξύλα. Πρὶν ἔρθω ἐδῶ, ἔλαβα ἕνα δέμα ποὺ εἶχε μέσα πενῆντα χιλιάδες δραχμές, ἀκριβῶς ὅσα χρειαζόμουν. Ἔδωσα μία εἰκόνα τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν» σὲ κάποιον εὐλογία, τὴν ἄλλη μέρα μοῦ φέρνουν μία τῆς «Πορταΐτισσας!». Φέτος (4) τὸ καλοκαίρι, πρὶν βρέξη, δὲν εἶχα καθόλου νερό. Τώρα ποὺ ἔβρεξε λίγο, μαζεύω ἑνάμισι κουτὶ τὴν ἡμέρα. Ἡ στέρνα ἔχει περσινὸ νερό, καὶ αὐτὴ εἶναι χάλια. Πῶς τὰ οἰκονομάει ὅμως ὁ Θεός! Ἔχω ἕνα βαρέλι μὲ νερό. Τόσοι ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται κάθε μέρα πίνουν, πλένονται, γιατὶ εἶναι καὶ ἱδρωμένοι, καὶ ἡ στάθμη κατεβαίνει μόνον τέσσερα-πέντε δάκτυλα! Ἑκατὸν πενῆντα-διακόσιοι ἄνθρωποι νὰ βολεύωνται καὶ νὰ μὴν ἀδειάζη τὸ βαρέλι! Ἄλλοι ἀνοίγουν πολὺ τὴν κάννουλα τῆς βρύσης, ἄλλοι τὴν ξεχνοῦν ἀνοιχτὴ καὶ τρέχει, καὶ ὅμως τὸ νερὸ δὲν τελειώνει!

 

 

1) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σ. 86.

2) Ὁ Γέροντας μιᾶς Καλύβης, στὸν ὁποῖο ἀνατίθεται κάθε χρόνο ἡ διοίκηση τῆς Σκήτης καὶ ἡ φροντίδα τοῦ Κυριακοῦ (τοῦ κυρίως Ναοῦ τῆς Σκήτης) καὶ τῶν προσκυνητῶν.

3) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ  Ἁγιορείτικα, σ. 18-19.

4) Εἰπώθηκε τὸ καλοκαίρι τοῦ 1990.

 

 

  

ΝΑ ΑΦΕΘΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ

 

Ὅποιος παρακολουθεῖ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, μαθαίνει νὰ ἐξαρτᾶ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν θεία πρόνοια. Νιώθει μετὰ σὰν τὸ μωρὸ στὴν κούνια πού, ἂν τὸ ἀφήση γιὰ λίγο ἡ μητέρα του, ἀρχίζει νὰ κλαίη, μέχρι νὰ τρέξη πάλι κοντά του. Ἂν ἀφεθῆ κανεὶς στὸν Θεό, εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ὅταν πρωτοπῆγα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, δὲν εἶχα ποῦ νὰ μείνω. Ὅλο τὸ μοναστήρι ἦταν γεμάτο μπάζα. Βρῆκα μιὰ γωνιὰ κοντὰ στὴν μάνδρα, ἔβαλα κάτι ἀπὸ πάνω, γιὰ νὰ τὴν σκεπάσω λίγο, καὶ ἐκεῖ περνοῦσα τὰ βράδυα καθιστός, γιατὶ δὲν χωροῦσα νὰ ξαπλώσω. Μιὰ μέρα ἦρθε ἕνας γνωστός μου ἱερομόναχος καὶ μοῦ λέει: «Καλά, πῶς μένεις ἐδῶ;». «Γιατί, τοῦ λέω, οἱ κοσμικοὶ εἶχαν περισσότερα ἀπὸ μᾶς; Ὅταν εἶπαν στὸν Κανάρη, τότε ποὺ ζήτησε δάνειο, "δὲν ἔχεις Πατρίδα", ἐκεῖνος εἶπε: "Θὰ ἀποκτήσουμε Πατρίδα". Ἂν κοσμικὸς ἄνθρωπος εἶχε τέτοια πίστη, ἐμεῖς νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό; Ἀφοῦ ἡ Παναγία οἰκονόμησε νὰ βρεθῶ ἐδῶ, δὲν θὰ φροντίση γιὰ τὸ μοναστήρι της, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα;». Καὶ πράγματι, πῶς τὰ οἰκονόμησε σιγὰ-σιγὰ ὅλα ἡ Παναγία! Θυμᾶμαι, ὅταν ἔρριχναν οἱ μάστορες τὸ μπετόν, γιὰ νὰ φτιάξουν τὴν πλάκα στὰ κελλιὰ ποὺ εἶχαν καῆ, δὲν ἔφθασαν τὰ τσιμέντα. Ὑπολειπόταν τὸ ἕνα τρίτο, γιὰ νὰ τελειώση ἡ πλάκα. Ἔρχονται οἱ μάστορες καὶ μοῦ λένε: «Τὰ τσιμέντα τελειώνουν. Νὰ ἀραιώσουμε τὸ μπετόν, γιὰ νὰ φθάση γιὰ ὅλη τὴν πλάκα». «Ὄχι, τοὺς λέω, συνεχίστε κανονικά». Νὰ φέρουμε ἄλλα δὲν γινόταν, γιατὶ τὰ ζῶα ἦταν στὸν κάμπο. Ἔπρεπε νὰ πᾶνε οἱ μάστορες δυὸ ὧρες ὣς τὴν Κόνιτσα καὶ δυὸ ὧρες ὣς τὸν κάμπο, στὰ χωράφια, γιὰ νὰ βροῦν ζῶα. Πότε νὰ πᾶνε, πότε νὰ γυρίσουν. Ὕστερα, οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τὶς δουλειές τους· δὲν μποροῦσαν νὰ ἔρθουν ἄλλη μέρα. Βλέπω, εἶχαν ρίξει τὰ δύο τρίτα τῆς πλάκας. Μπῆκα στὸ ἐκκλησάκι καὶ λέω: «Τί θὰ γίνη τώρα, Παναγία μου; Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ μας». Μετὰ βγῆκα ἔξω... Καὶ ἡ πλάκα τελείωσε καὶ τὰ τσιμέντα περίσσεψαν! Εἶναι μερικὲς φορὲς πολὺ μεγάλη ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας!

 

 

  

Ο ΘΕΟΣ ΑΞΙΟΠΟΙΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ

 

(Μερικὲς φορὲς ξεκινᾶμε νὰ κάνουμε μιὰ δουλειὰ καὶ παρουσιάζονται ἕνα σωρὸ ἐμπόδια. Πῶς θὰ καταλάβουμε ἂν τὰ ἐμπόδια εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό;) Νὰ ἐξετάσουμε ἂν φταῖμε ἐμεῖς. Ἂν δὲν φταῖμε, τὸ ἐμπόδιο θὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ καλό μας. Γι' αὐτὸ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ στενοχωριέται, ἂν δὲν ἔγινε ἡ δουλειὰ ἢ ἂν καθυστέρησε νὰ τελειώση. Μιὰ φορὰ κατέβαινα βιαστικὸς ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, νὰ πάω στὴν Κόνιτσα γιὰ μιὰ ἐπείγουσα δουλειά. Σὲ ἕνα δύσκολο σημεῖο τοῦ δρόμου – Γολγοθᾶ τὸ ἔλεγα – συνάντησα ἕναν γνωστὸ τοῦ μοναστηριοῦ, τὸν μπαρμπα-Ἀναστάση, μὲ τρία ζῶα φορτωμένα. Ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀνηφόρα εἶχαν ἀναποδογυρισθῆ τὰ σαμάρια τους καὶ ἕνα ζῶο ἦταν κοντὰ στὸν γκρεμὸ καὶ κόντευε νὰ πέση κάτω. «Ὁ Θεὸς σ' ἔστειλε, Πάτερ», μοῦ εἶπε ὁ μπαρμπα-Ἀναστάσης. Τὸν βοήθησα νὰ τὰ ξεφορτώσουμε καὶ νὰ τὰ ξαναφορτώσουμε, τὰ βάλαμε καὶ στὸν δρόμο καὶ τὸν ἄφησα. Ὅταν προχώρησα ἀρκετά, ἔφθασα σὲ ἕνα σημεῖο ὅπου μόλις πρὶν λίγο εἶχε γίνει κατολίσθηση σὲ μῆκος τριακόσια μέτρα καὶ εἶχε φαγωθῆ τὸ μονοπάτι. Δένδρα καὶ πέτρες εἶχαν κατεβῆ στὸ ποτάμι. Ἂν δὲν καθυστεροῦσα, θὰ βρισκόμουν ἐκεῖ τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ ἔγινε ἡ κατολίσθηση. «Μπαρμπα-Ἀναστάση, εἶπα, μ᾿ ἔσωσες. Ὁ Θεὸς σ᾿ ἔστειλε».

 

Ὁ Χριστὸς ἀπὸ ψηλὰ βλέπει τὸν καθένα μας πῶς ἐνεργεῖ καὶ ξέρει πῶς καὶ πότε θὰ ἐνεργήση γιὰ τὸ καλό μας. Ξέρει πῶς καὶ ποῦ θὰ μᾶς ὁδηγήση, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ζητοῦμε βοήθεια, νὰ τοῦ λέμε τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ νὰ ἀφήνουμε Ἐκεῖνον ὅλα νὰ τὰ κανονίζη. Ἐγώ, ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου, ἤθελα νὰ πάω στὴν ἔρημο· σκεφτόμουν νὰ φύγω σὲ ἕνα ἐρημονήσι. Εἶχα συμφωνήσει μάλιστα μὲ ἕναν βαρκάρη νὰ ἔρθη νὰ μὲ πάη, ἀλλὰ τελικὰ δὲν ἦρθε. Ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατὶ ἤμουν ἀκόμη ἄπειρος καὶ θὰ πάθαινα μεγάλη ζημιὰ στὸ ἐρημονήσι· θὰ μὲ ἀφάνιζαν οἱ δαίμονες. Ἀφοῦ δὲν μπόρεσα νὰ πάω ἐκεῖ, στράφηκα πρὸς τὰ Κατουνάκια. Ἀγάπησα τὴν ἔρημο τῶν Κατουνακίων καὶ προσευχόμουν καὶ ἑτοιμαζόμουν νὰ πάω ἐκεῖ. Ἤθελα νὰ ἀσκητέψω κοντὰ στὸν Γερο-Πέτρο (1), ἕναν πολὺ πνευματικὸ Πατέρα. Μοῦ συνέβη ὅμως ἕνα γεγονὸς ποὺ μὲ ἀνάγκασε νὰ πάω στὴν Κόνιτσα καὶ ὄχι στὰ Κατουνάκια. Ἕνα βράδυ μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο εἶχα ἀποσυρθῆ στὸ κελλί μου καὶ προσευχόμουν ὣς ἀργά. Κατὰ τὶς ἕνδεκα τὴν νύχτα ξάπλωσα νὰ ἡσυχάσω λίγο. Μιάμιση ἡ ὥρα ξύπνησα μὲ τὸ σήμαντρο τῆς μονῆς ποὺ μᾶς καλοῦσε στὸν Ναό. Ἔκανα νὰ σηκωθῶ, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο. Μιὰ ἀόρατη δύναμη μὲ κρατοῦσε ἀκίνητο. Κατάλαβα ὅτι κάτι συμβαίνει. Ἔμεινα καθηλωμένος στὸ κρεββάτι μέχρι τὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι. Μποροῦσα νὰ προσεύχωμαι, νὰ σκέφτωμαι, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ κινηθῶ καθόλου. Ἐνῶ βρισκόμουν σ' αὐτὴν τὴν κατάσταση, εἶδα σὰν σὲ τηλεόραση ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὰ Κατουνάκια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν Μονὴ Στομίου στὴν Κόνιτσα. Ἐγὼ μὲ λαχτάρα γύρισα τὰ μάτια μου πρὸς τὰ Κατουνάκια. Μιὰ φωνὴ τότε – ἦταν τῆς Παναγίας – μοῦ εἶπε καθαρά: «Δὲν θὰ πᾶς στὰ Κατουνάκια· θὰ πᾶς στὴν Μονὴ Στομίου». «Παναγία μου, ἐγὼ ἔρημο Σοῦ ζητοῦσα καὶ Ἐσὺ μὲ στέλνεις στὸν κόσμο;», εἶπα. Ἄκουσα ξανὰ τὴν ἴδια φωνὴ νὰ μοῦ λέη αὐστηρά: «Θὰ πᾶς νὰ συναντήσης τὸ τάδε πρόσωπο, τὸ ὁποῖο θὰ σὲ βοηθήση πολύ». Ἀμέσως λύθηκα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀόρατο δέσιμο καὶ πλημμύρισε ἡ καρδιά μου ἀπὸ τὴν θεία Χάρη. Μετὰ πῆγα καὶ τὸ εἶπα στὸν Πνευματικό. «Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός. Μὴν κάνης ὅμως λόγο γιὰ τὸ γεγονός. Πὲς πὼς γιὰ λόγους ὑγείας – ἔβγαζα αἷμα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ – θὰ χρειασθῆ νὰ βγῆς ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ πήγαινε». Ἄλλο ἤθελα ἐγώ, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶχε τὸ σχέδιό Του. Σκέφθηκα ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀνακαινίσω αὐτὸ τὸ μοναστήρι, καὶ ἔτσι θὰ ἐκπληρωνόταν καὶ ἕνα τάμα ποὺ εἶχα κάνει στὴν Παναγία, ὅταν ὑπηρετοῦσα στὸν στρατό, τότε μὲ τὸν πόλεμο. «Παναγία μου, εἶχα πεῖ τότε, βοήθησέ με νὰ γίνω καλόγερος καὶ θὰ δουλέψω τρία χρόνια νὰ Σοῦ φτιάξω πάλι τὸ καμένο Σου μοναστήρι». Ὅπως ἀποδείχθηκε ὅμως ἐκ τῶν ὑστέρων, ὁ κύριος λόγος ποὺ ἡ Παναγία μὲ ἔστειλε ἐκεῖ ἦταν, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν οἱ ὀγδόντα οἰκογένειες ποὺ εἶχαν γίνει προτεσταντικὲς νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία.

 

Ὁ Θεὸς συχνὰ ἐπιτρέπει νὰ γίνη αὐτὸ ποὺ εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τῶν πολλῶν. Δὲν κάνει ποτὲ ἕνα καλὸ μόνο του, ἀλλὰ τρία-τέσσερα καλὰ μαζί. Οὔτε ποτὲ ἐπιτρέπει νὰ γίνη ἕνα κακό, ἐὰν δὲν βγοῦν ἀπὸ αὐτὸ πολλὰ καλά. Ὅλα τὰ ἀξιοποιεῖ γιὰ ὄφελός μας, καὶ τὰ στραβὰ καὶ τὰ ἐπικίνδυνα. Τὸ καλὸ μὲ τὸ κακὸ εἶναι ἀνακατεμένα· καλὰ θὰ ἦταν νὰ εἶναι χωρισμένα, ἀλλὰ μπαίνουν τὰ προσωπικὰ συμφέροντα καὶ ἀνακατεύονται. Ὁ Θεὸς ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ μπερδεμένο τὸ ἀξιοποιεῖ. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνεται μόνον ὅ,τι μπορεῖ νὰ βγῆ σὲ καλό, γιατὶ ἀγαπᾶ τὸ πλάσμα Του. Μπορεῖ λ.χ. νὰ ἐπιτρέψη ἕναν μικρὸ πειρασμό, γιὰ νὰ μᾶς προστατέψη ἀπὸ ἕναν μεγαλύτερο. Μιὰ φορὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἕνας λαϊκὸς πῆγε σὲ κάποιο πανηγύρι σὲ ἕνα μοναστήρι. Ἤπιε λίγο καὶ μέθυσε. Ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἔπεσε κάτω, καὶ καθὼς χιόνιζε, τὸν σκέπασε τὸ χιόνι. Ἀπὸ τὴν σπιρτάδα ποὺ εἶχε ἡ ἀναπνοή του ἄνοιξε μιὰ τρύπα στὸ χιόνι. Κάποια στιγμὴ περνοῦσε ἕνας ἀπὸ ἐκεῖ καὶ εἶδε τὴν τρύπα. «Τί εἶναι 'δῶ, πηγή;», ἀναρωτήθηκε. Χτυπάει μὲ τὸ μπαστούνι, «ὤχ!» φώναξε ὁ μεθυσμένος, καὶ ἔτσι οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ σωθῆ.

 

 

1 ) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ  Ἁγιορείτικα, σ. 64-73.

 

 

  

ΟΙ ΕΥΕΡΓΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΡΑΓΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

 

Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς θέλει τὴν προαίρεσή μας, τὴν ἀγαθή μας διάθεση, ποὺ θὰ τὴν ἐκδηλώνουμε μὲ τὸν ἔστω καὶ λίγο φιλότιμο ἀγώνα μας, καὶ τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ δίνει Ἐκεῖνος. Δὲν χρειάζονται μπράτσα στὴν πνευματικὴ ζωή. Νὰ ἀγωνιζώμαστε ταπεινά, νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε γιὰ ὅλα. Αὐτὸς ποὺ ἐγκαταλείπεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς κανένα δικό του σχέδιο, περνᾶ στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι γαντζωμένος στὸν ἑαυτό του, μένει πίσω· δὲν προχωράει πνευματικά, γιατὶ ἐμποδίζει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ προκόψη, χρειάζεται πολλὴ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.

 

Ὁ Θεὸς κάθε στιγμὴ χαϊδεύει μὲ τὴν ἀγάπη Του τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὸ καταλαβαίνουμε, γιατὶ οἱ καρδιές μας ἔχουν πιάσει πουρί. Ὅταν καθαρίση τὴν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος, συγκινεῖται, διαλύεται, τρελλαίνεται, γιατὶ βλέπει τὶς εὐεργεσίες, τὶς καλωσύνες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ τὸ ἴδιο. Γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ταλαιπωροῦνται, πονάει· γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν πνευματικὴ ζωή, χαίρεται. Εἶναι ἀρκετὸ καὶ μόνον οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἐὰν τὶς σκεφθῆ μιὰ φιλότιμη ψυχή, νὰ τὴν τινάξουν στὸν ἀέρα· πόσο μᾶλλον, ἐὰν σκεφθῆ καὶ τὶς πολλές της ἁμαρτίες καὶ τὴν πολλὴ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ!  Ὅταν βλέπη ὁ ἄνθρωπος τὴν φροντίδα τοῦ Θεοῦ, ἂν ἔχουν καθαρίσει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, αἰσθάνεται καὶ ζῆ ὅλη τὴν θεία πρόνοια μὲ τὴν ξεφλουδισμένη εὐαίσθητη καρδιά του καὶ διαλύεται πιὰ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη· παλαβώνει μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Γιατὶ οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὶς αἰσθάνεται, δημιουργοῦν ρωγμὴ στὴν καρδιά του, τὴν ραγίζουν. Ἔπειτα, καθὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ χαϊδεύει τὴν φιλότιμη καρδιά του καὶ ἐγγίζει τὴν ρωγμή, τινάζεται ἐσωτερικὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ μεγαλώνει ἡ εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Θεό. Ὅσοι ἀγωνίζονται καὶ συναισθάνονται τὴν ἁμαρτωλότητά τους καὶ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμπιστεύονται τὸν ἑαυτό τους στὴν μεγάλη Του εὐσπλαγχνία, ἀνεβάζουν τὴν ψυχή τους στὸν Παράδεισο μὲ πολλὴ σιγουριὰ καὶ μὲ λιγώτερο κόπο σωματικό.

 

 

  

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥ

 

Μερικοὶ λένε «πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μὲ βοηθήση», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προσπαθοῦν νὰ μαζεύουν χρήματα, γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦν τίποτε. Αὐτοὶ ἐμπαίζουν τὸν Θεό, γιατὶ δὲν ἐμπιστεύονται τὸν ἑαυτό τους στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὰ χρήματα. Ἂν δὲν παύσουν νὰ ἀγαποῦν τὰ χρήματα καὶ νὰ στηρίζουν σ᾿ αὐτὰ τὴν ἐλπίδα τους, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ στηρίξουν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό. Δὲν λέω νὰ μὴν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μιὰ οἰκονομία στὴν ἄκρη γιὰ ὥρα ἀνάγκης, ἀλλὰ νὰ μὴ στηρίζουν τὴν ἐλπίδα τους στὰ χρήματα καὶ δίνουν σ' αὐτὰ τὴν καρδιά τους, γιατὶ ἔτσι ξεχνοῦν τὸν Θεό. Ὅποιος κάνει σχέδια δικά του, χωρὶς νὰ ἐμπιστεύεται στὸν Θεό, καὶ λέει μετὰ ὅτι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, αὐτὸς εὐλογεῖ τὸ ἔργο του ταγκαλακίστικα καὶ συνέχεια βασανίζεται. Δὲν ἔχουμε καταλάβει τὴν δύναμη καὶ τὴν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Δὲν Τὸν ἀφήνουμε νοικοκύρη νὰ μᾶς κυβερνάη, γι' αὐτὸ ταλαιπωρούμαστε.

 

Στὸ Σινᾶ, ἐκεῖ στὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης ὅπου ἔμενα, τὸ νερὸ ἦταν ἐλάχιστο. Μιὰ–μιὰ σταγόνα ἔτρεχε ἀπὸ ἕναν βράχο μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, καμμιὰ εἰκοσαριὰ μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο. Εἶχα κάνει μιὰ στερνίτσα καὶ μάζευα τρία κιλὰ νερὸ τὸ εἰκοσιτετράωρο. Ὅταν πήγαινα νὰ πάρω νερό, ἔβαζα τὸ τενεκάκι νὰ γεμίση καὶ ἔλεγα τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Ἔβρεχα μὲ τὸ χέρι μου λιγάκι μόνον τὸ μέτωπο, γιατὶ αὐτὸ μὲ βοηθοῦσε – μοῦ τὸ εἶχε πεῖ ἕνας γιατρὸς νὰ τὸ κάνω – ἔπαιρνα λίγο νερό, γιὰ νὰ ἔχω νὰ πιῶ, μάζευα καὶ λίγο σὲ ἕνα τενεκάκι γιὰ τὰ πουλάκια καὶ τὰ ποντικάκια ποὺ εἶχε τὸ ἀσκητήριο. Αὐτὸ τὸ νερὸ ἦταν καὶ γιὰ νὰ πλύνω ἕνα ροῦχο κ.λπ. Τί χαρά, τί εὐγνωμοσύνη ἔνιωθα γι᾿ αὐτὸ τὸ λίγο νερὸ ποὺ εἶχα! Δοξολογία, γιατὶ εἶχα νερό! Ὅταν  ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔμεινα γιὰ λίγο καιρὸ στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ἐπειδὴ ἐκεῖ εἶναι προσήλιο τὸ μέρος, εἶχε πολὺ νερό. Εἶχε μιὰ στέρνα ποὺ ξεχείλιζε καὶ τὸ νερὸ ἔτρεχε ἀπ' ἔξω. Οὔ, ἔπλενα καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι..., ἀλλὰ εἶχα ξεχασθῆ. Στὸ Σινᾶ βούρκωναν τὰ μάτια μου ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ λίγο νερό, ἐνῶ στὴν Σκήτη ξεχάσθηκα ἀπὸ τὴν ἀφθονία τοῦ νεροῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἔπειτα πῆγα καὶ ἔμεινα καμμιὰ ὀγδονταριὰ μέτρα πιὸ μακριὰ καὶ εἶχα μιὰ στέρνα μικρή. Πῶς χάνεται, πῶς ξεχνιέται κανεὶς μὲ τὴν ἀφθονία!

 

Πρέπει νὰ ἀφήσουμε ἐν λευκῷ τὸν ἑαυτό μας στὴν θεία πρόνοια, στὸ θεῖο θέλημα, καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς φροντίση. Ἕνας μοναχὸς πῆγε ἕνα ἀπόγευμα νὰ διαβάση τὸν Ἑσπερινὸ σὲ μιὰ κορυφή. Στὸν δρόμο βρῆκε ἕνα ἄσπρο μανιτάρι καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ σπάνιο εὕρημά του. Στὸν γυρισμὸ θὰ τὸ ἔκοβε καὶ θὰ περνοῦσε μὲ αὐτὸ τὸ βράδυ. «Ἐὰν μὲ ρωτήσουν οἱ κοσμικοὶ ἂν τρώω κρέας, εἶπε μὲ τὸν λογισμό του, μπορῶ νὰ τοὺς πῶ πὼς τρώω κάθε φθινόπωρο»! Στὴν ἐπιστροφὴ βρῆκε μισὸ τὸ μανιτάρι – κάποιο ζῶο θὰ τὸ εἶχε πατήσει – καὶ εἶπε: «Φαίνεται, τόσο ἔπρεπε νὰ φάω». Τὸ πῆρε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πρόνοιά Του, γιὰ τὸ μισὸ μανιτάρι. Πιὸ κάτω βρῆκε ἕνα ἄλλο μισὸ μανιτάρι καὶ ἔσκυψε νὰ τὸ πάρη, γιὰ νὰ συμπληρώση τὸ βραδινό του, ἀλλά, ἐπειδὴ ἦταν χαλασμένο – ἴσως νὰ ἦταν δηλητηριῶδες –, τὸ ἄφησε καὶ εὐχαρίστησε πάλι τὸν Θεὸ ποὺ τὸν φύλαξε ἀπὸ δηλητηρίαση. Πῆγε στὴν Καλύβη του καὶ πέρασε τὸ βράδυ μὲ τὸ μισὸ μανιτάρι. Τὴν ἄλλη μέρα, ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν Καλύβη του, ἀντίκρισε ἕνα θέαμα! Ὅλος ὁ τόπος ἦταν γεμάτος ἀπὸ ὡραῖα μανιτάρια, καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό. Βλέπετε, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸ ὁλόκληρο καὶ γιὰ τὸ μισό, καὶ γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὸ χαλασμένο, καὶ γιὰ τὸ ἕνα καὶ γιὰ τὰ πολλά. Εὐχαριστία γιὰ ὅλα.

 

Ὁ Καλὸς Θεὸς μᾶς δίνει ἄφθονες εὐλογίες καὶ ἐνεργεῖ πάντα γιὰ τὸ καλό μας. Ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ ἔκανε, γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ θυσιάζωνται γι' αὐτόν, ἀπὸ ζῶα καὶ πτηνά, μικρὰ καὶ μεγάλα, μέχρι φυτά, – ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θυσιάσθηκε, γιὰ νὰ λυτρώση τὸν ἄνθρωπο. Ἂς μὴν ἀδιαφοροῦμε γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ Τὸν πληγώνουμε μὲ τὴν μεγάλη μας ἀχαριστία καὶ ἀναισθησία, ἀλλὰ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦμε.

 

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ