ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ

  

Η ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ

 

Νὰ καλλιεργήσετε τὴν ἀγάπη τὴν πνευματική. Νὰ ἔχετε τέτοια ἀγάπη ποὺ ἔχει ἡ μάνα γιὰ τὸ παιδί. Νὰ ὑπάρχη ἡ ἀδελφοσύνη, ἡ θυσία. Θὰ περάσουμε σιγὰ-σιγὰ δύσκολες μέρες.

Φυσικὰ ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ φεύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀφήνουμε γνωστοὺς καὶ συγγενεῖς, γιὰ νὰ μποῦμε στὴν μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Ἀδὰμ–τοῦ Θεοῦ. Οἱ λαϊκοὶ ὅμως ἐπιβάλλεται νὰ ἔχουν σχέσεις μὲ γνωστοὺς καὶ συγγενεῖς ποὺ ζοῦν πνευματικά, γιὰ νὰ βοηθιοῦνται. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἀγωνίζεται μέσα στὸν κόσμο βοηθιέται, ὅταν ἔχη σχέσεις μὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους. Ὅσο πνευματικὰ καὶ νὰ ζῆ κανείς, ἔχει ἀνάγκη – ἰδίως στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε – ἀπὸ τὴν καλὴ συντροφιά. Ἡ ἐπαφὴ μὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους πολὺ τὸν βοηθάει – περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ μελέτη –, διότι αὐτὴ ἡ χαρὰ τοῦ πνευματικοῦ συνδέσμου τοῦ δίνει ὄρεξη μεγάλη, γιὰ νὰ ἀγωνίζεται πνευματικά. Ἀκόμη καὶ στὴν ἐργασία, σὲ μιὰ δημόσια ὑπηρεσία κ.λπ., καλὰ εἶναι νὰ γνωρίζωνται μεταξύ τους οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ἀλληλοβοηθιοῦνται. Μπορεῖ, ἂς ὑποθέσουμε, νὰ παρουσιασθῆ ἕνα πρόβλημα μεταξὺ συναδέλφων, νὰ χρειάζωνται ἀλληλοσυμπαράσταση καὶ νὰ διστάζη ὁ ἕνας νὰ μιλήση στὸν ἄλλον, ἂν δὲν γνωρίζωνται.

 

Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ζοῦν στὴν ἴδια πολυκατοικία καὶ δὲν γνωρίζονται μεταξύ τους. Παλιὰ ὑπῆρχε ἡ γειτονιά, ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ γνωρισθοῦν, καὶ σὲ μιὰ ἀνάγκη στήριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Πήγαινε, ἂς ὑποθέσουμε, ἕνας κάπου μὲ τὸ κάρο καὶ συναντοῦσε στὸν δρόμο ἕναν γνωστό του. «Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι; ποῦ πᾶς; τὸν ρωτοῦσε. Πρὸς τὰ ἐκεῖ πάω καὶ ἐγώ. Ἀνέβα πάνω νὰ πᾶμε μαζί». Ἢ ἄλλος, ἂν εἶχε πρόγραμμα νὰ πάη κάπου μὲ τὸ ἄλογο, τὸ ἔλεγε καὶ στὸν γείτονα καὶ τὸν ρωτοῦσε: «Ἐσὺ ποῦ θέλεις νὰ πᾶς; Ἂν μπορῆς νὰ περιμένης, σὲ τρεῖς ὧρες φεύγω μὲ τὸ ἄλογο καὶ μπορῶ νὰ σὲ πάρω μαζί μου» ἢ «αὔριο θὰ φύγω γιὰ ᾿κεῖ· ἔλα ἀπὸ τὸ σπίτι νὰ κοιμηθῆς σ᾿ ἐμᾶς, γιὰ νὰ φύγουμε συντροφιὰ νωρὶς τὸ πρωί». Σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἄλλον καί, ὅταν μποροῦσαν νὰ κάνουν μιὰ ἐξυπηρέτηση, δὲν τὴν ἀπέφευγαν. Εἶχαν τὴν καλὴ περιέργεια καὶ ρωτοῦσαν, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ εἶχαν γνωστούς.

 

Στὶς μέρες μας καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ δεθοῦν οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, θὰ τοὺς ἀναγκάση ὁ διάβολος νὰ δεθοῦν. Ὁ διάβολος μὲ τὴν πολλή του κακία κάνει τὸ μεγαλύτερο καλὸ σήμερα στὸν κόσμο. Γιατί, ἂς ποῦμε, ἕνας πατέρας ποὺ εἶναι πιστὸς καὶ θέλει λ.χ. νὰ κάνη φροντιστήριο στὰ παιδιά του, θὰ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ βρῆ ἕναν καλὸ καὶ πιστὸ δάσκαλο, γιὰ νὰ βάλη στὸ σπίτι του. Ἕνας δάσκαλος πάλι ποὺ εἶναι πιστὸς καὶ θέλει νὰ κάνη φροντιστήριο σὲ παιδιά, γιατὶ δὲν διορίσθηκε ἀκόμη, θὰ ζητᾶ νὰ βρῆ μιὰ οἰκογένεια καλή, γιὰ νὰ νιώθη ἀσφάλεια. Ἢ ἕνας τεχνίτης ποὺ ζῆ πνευματικά, εἴτε ἐλαιοχρωματιστὴς εἶναι εἴτε ἠλεκτρολόγος κ.λπ., θὰ ψάχνη νὰ βρῆ νὰ δουλέψη σὲ μιὰ καλὴ οἰκογένεια, ὥστε νὰ νιώθη ἄνετα, γιατὶ σ᾿ ἕνα κοσμικὸ σπίτι θὰ βρίσκη τὸν μπελᾶ του. Ἕνας χριστιανὸς νοικοκύρης πάλι θὰ ψάχνη νὰ βάλη στὸ σπίτι του ἕναν καλὸ τεχνίτη, ποὺ νὰ εἶναι καὶ πιστὸς ἄνθρωπος. Ἔτσι θὰ ψάχνη καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος νὰ βρῆ ἕναν πνευματικὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ συνεργασθῆ. Σιγὰ-σιγὰ λοιπὸν θὰ γνωρισθοῦν μεταξύ τους οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες.

 

Τελικὰ ὁ διάβολος μὲ τὴν κακία του, χωρὶς νὰ τὸ θέλη, κάνει καλό: χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια. Θὰ χωρίσουν λοιπὸν τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια καὶ θὰ ζοῦν ὡς «μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (1). Καὶ βλέπεις, ἄλλοτε στὰ χωριὰ εἶχαν τσομπάνο καὶ ὁ κάθε χωρικὸς ἔδινε τὰ πρόβατα ἢ τὰ γίδια ποὺ εἶχε, ἄλλος πέντε, ἄλλος δέκα, καὶ βοσκοῦσαν πρόβατα καὶ γίδια μαζί, γιατὶ τὰ γίδια τότε ἦταν φρόνιμα καὶ δὲν χτυποῦσαν μὲ τὰ κέρατα τὰ πρόβατα. Τώρα τὰ γίδια ἀγρίεψαν καὶ χτυποῦν ἄσχημα τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Τὰ πρόβατα πάλι ψάχνουν καλὸ βοσκὸ καὶ κοπάδι μόνον ἀπὸ πρόβατα. Γιατὶ ἔτσι ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος, εἶναι μόνο γιὰ ὅσους ζοῦν στὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ θὰ χωρίζωνται οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ ξεχωρίσουν τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια. Ὅσοι θὰ θέλουν νὰ ζήσουν πνευματικὴ ζωή, σιγὰ-σιγὰ δὲν θὰ μποροῦν νὰ ζήσουν μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο· θὰ ψάχνουν νὰ βροῦν τοὺς ὁμοίους τους, ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, νὰ βροῦν Πνευματικό, καὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ αὐτὸ τὸ καλὸ τὸ κάνει τώρα ὁ διάβολος μὲ τὴν κακία του, χωρὶς νὰ τὸ θέλη. Ἔτσι βλέπουμε, ὄχι μόνο στὶς πόλεις ἀλλὰ καὶ στὰ χωριά, ἄλλους νὰ τρέχουν στὰ νταούλια, στὰ μπουζούκια κ.λπ., νὰ ζοῦν ἀδιάφορα, καὶ ἄλλους νὰ τρέχουν στὶς ἀγρυπνίες, στὶς παρακλήσεις, στὶς πνευματικὲς συγκεντρώσεις, καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ εἶναι δεμένοι μεταξύ τους.

 

Στὰ δύσκολα χρόνια δημιουργεῖται μιὰ ἀδελφοσύνη πολὺ δυνατή. Στὸν πόλεμο δυὸ χρόνια ζήσαμε μαζὶ οἱ στρατιῶτες στὴν διλοχία καὶ ἤμασταν περισσότερο δεμένοι καὶ ἀπὸ ἀδέλφια, ἐπειδὴ ζήσαμε ὅλοι μαζὶ τὶς δυσκολίες, τοὺς κινδύνους. Ἤμασταν τόσο συνδεδεμένοι, ποὺ ἔλεγε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον «ἀδελφό».Ἦταν κοσμικοὶ ἄνθρωποι, μὲ κοσμικὰ φρονήματα, καὶ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ χωρισθῆ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Οὔτε Εὐαγγέλιο εἶχαν διαβάσει οὔτε πνευματικὰ βιβλία. Εἶχαν τὴν ἁπλὴ κοσμικὴ μόρφωση, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, ἀλλὰ εἶχαν τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα, τὴν ἀγάπη, τὴν ἀδελφοσύνη. Τώρα τελευταῖα πέθανε ἕνας συστρατιώτης μας καὶ μαζεύτηκαν στὴν κηδεία του οἱ ἄλλοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Ἦρθε καὶ ἐδῶ πρὸ ἡμερῶν ἕνας συστρατιώτης μου νὰ μὲ δῆ. Πῶς μὲ ἀγκάλιασε! Δὲν μποροῦσα νὰ βγῶ ἀπὸ τὰ χέρια του.

Τώρα πολεμᾶμε μὲ τὸν διάβολο. Γι᾿ αὐτὸ κοιτάξτε νὰ ἀδελφωθῆτε πιὸ πολύ. Ἔτσι θὰ συμβαδίσουμε ὅλοι μαζὶ στὸν δρόμο ποὺ χαράξαμε, στὸ ἀπότομο μονοπάτι τῆς ἀνηφόρας γιὰ τὸν γλυκὺ Γολγοθᾶ.

 

 

1) Βλ. Ἰω. 10, 16.

 

 

  

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ

 

Μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους εἴμαστε κατὰ σάρκα ἀδέλφια. Ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια καὶ ὅλοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ πιστοὶ εἴμαστε ἐπιπλέον κατὰ Χάριν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἐξαγορασμένοι μὲ τὸ θεϊκὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Στὴν πνευματικὴ ζωὴ κατὰ σάρκα συγγενεύουμε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ κατὰ πνεῦμα ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὅσοι ζοῦν πνευματικὰ νιώθουν μεταξύ τους αὐτὴν τὴν πνευματικὴ συγγένεια. Σκέφτονται τὸ ἴδιο, ἐπιδιώκουν τὸ ἴδιο, ἔχουν τὸν ἴδιο σκοπό. Ἂν εἶχες λ.χ. μιὰ κατὰ σάρκα ἀδελφὴ ποὺ εἶχε τὸ πρόγραμμά της, ζοῦσε κοσμικὰ κ.λπ., δὲν θὰ ἔνιωθες καμμιὰ πνευματικὴ συγγένεια μὲ αὐτήν.

 

Ὅταν πάψη ὁ ἕνας νὰ ζῆ πνευματικά, παύει νὰ συγγενεύη μὲ τὸν ἄλλον ποὺ ζῆ πνευματικά. Μόνος του ἀποχωρίζεται· δὲν τὸν ἀπομακρύνει ὁ ἄλλος. Ὅπως καὶ ὅσο ζῆ κανεὶς κατὰ Θεόν, τόσο πλησιάζει στὸν Θεό· ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν ζωή, τόσο φεύγει μακριά Του. Δὲν τὸν διώχνει ὁ Θεός· ὁ ἄνθρωπος φεύγει μόνος του μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ὅπως ἡ θεία Χάρις εἶναι μία δύναμη ποὺ ἐνεργεῖ ἀπὸ μακριὰ καὶ μεταδίδεται στοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ ἡ πονηρὴ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου εἶναι καὶ αὐτὴ μία δύναμη ποὺ ἐνεργεῖ ἀπὸ μακριὰ καὶ μεταδίδεται. Δύο ψυχὲς λ.χ. ἂν εἶναι σὲ πνευματικὴ κατάσταση καὶ σκέφτεται ἡ μία τὴν ἄλλη, ὑπάρχει μεταξύ τους μιὰ ἐπαφὴ πνευματικὴ καὶ μεταφέρει ἡ μία στὴν ἄλλη μιὰ δύναμη θεϊκή. Καὶ δύο ψυχές, ἂν ζοῦν ἁμαρτωλὰ καὶ ἔχουν κάποια ἐπικοινωνία μεταξύ τους, δέχεται ἀπὸ μακριὰ ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη μιὰ δαιμονικὴ ἐπίδραση· πάει τηλεγράφημα ἀπὸ τὴν μία στὴν ἄλλη.

 

Ἐὰν ἔχουμε πνευματικὴ κατάσταση, ἁγιότητα, πολὺ ἐπιδροῦμε, γιατὶ ἐπιδρᾶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθιέται ὁ συνάνθρωπός μας. Ὅταν ἀνεχώμαστε τὸν ἀδελφό μας ἀπὸ ἀγάπη, ἐκεῖνος τὸ καταλαβαίνει. Ὅπως καὶ ὅταν ὑπάρχη μέσα μας κακία, χωρὶς νὰ ἐκδηλώνεται, πάλι ἐκεῖνος τὴν καταλαβαίνει. Ὅ,τι ἔχει μιὰ ψυχή, αὐτὸ καὶ μεταδίδει. Τὸ πάθος μεταδίδει πάθος, ὁ θυμὸς θυμό, ἡ ὀργὴ ὀργή. Ἐνῶ, ὅταν στὴν ψυχὴ ὑπάρχουν χαρίσματα, τὸ χάρισμα θὰ μεταδώση χάρισμα.

 

Ἂν πᾶς σὲ ἕνα κελλὶ ποὺ τὸ θυμιάζουν συνέχεια, ὅταν βγῆς, θὰ μυρίζης θυμίαμα. Ἂν πᾶς σὲ ἕναν στάβλο, θὰ πάρης τὴν μυρωδιὰ τοῦ στάβλου. Ἂν πᾶς σὲ ἕνα κοσμικὸ σπίτι, θὰ μυρίζης κοσμικὰ ἀρώματα, ὅταν φύγης. Στὴν Κατοχὴ εἴχαμε πέντε στρέμματα πεπονιές, διάφορες ποικιλίες· τὶς ἀμερικάνικες τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς, ποὺ ἔκαναν ἄσπρα πεπόνια τόοοσο μεγάλα καὶ πολὺ γλυκά, τὶς ἀργίτικες, ποὺ ἦταν οἱ ἐντόπιες κ.ἄ. Ἂν τυχὸν οἱ κολοκυθιὲς ἦταν κοντὰ σ᾿ αὐτὲς τὶς καλές, τὶς ἀμερικάνικες πεπονιές, ἔφευγε ἡ γλύκα ἀπὸ τὸ πεπόνι καὶ πήγαινε στὸ κολοκύθι. Τὸ κολοκύθι γινόταν πιὸ γλυκὸ καὶ τὸ πεπόνι πιὸ ἄνοστο. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν ἐπικονίαση ποὺ κάνουν οἱ μέλισσες πηγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἕνα ἄνθος στὸ ἄλλο. Ἂν δῆς πεπόνι μὲ ὀμφαλὸ μεγάλο, νὰ ξέρης ὅτι ἡ πεπονιὰ θὰ ἦταν κοντὰ σὲ κολοκυθιά. Ἂν τυχὸν εἶναι ἡ ἀργίτικη πεπονιὰ κοντὰ σὲ καλὴ πεπονιά, θὰ πάρη γλύκα ἀπὸ τὴν καλή. Θὰ χάση γλύκα ἡ καλὴ πεπονιά, ἀλλὰ τοὐλάχιστον θὰ πάη ἡ γλύκα σὲ πεπονιά. Ἂν ὅμως ἡ κολοκυθιὰ εἶναι κοντὰ σὲ καλὴ πεπονιά, τὸ κολοκύθι θὰ γίνη πιὸ γλυκὸ καί, ἂν τὸ κάνης φαγητό, θὰ χρειάζεται ὕστερα ἕνα πλόχερο ἁλάτι. Χάνει τὸ πεπόνι, ἀλλὰ δὲν ὠφελεῖ καὶ τὸ κολοκύθι. Ἐνῶ, ἂν εἶναι πεπόνι, χάνει βέβαια τὸ καλὸ πεπόνι, ἀλλὰ γίνεται τὸ ἄλλο πιὸ γλυκὸ πεπόνι.

Θέλω νὰ πῶ, ἂν ἕνας Χριστιανὸς ποὺ δὲν εἶναι πολὺ προοδευμένος πάη κοντὰ σὲ ἕναν πνευματικὰ προοδευμένο ἄνθρωπο, μπορεῖ νὰ κουρασθῆ ὁ δεύτερος, νὰ ζημιωθῆ λίγο, ἀλλὰ ὠφελεῖται ὁ πρῶτος. Ἂν ὅμως ἕνας κοσμικὸς ἄνθρωπος, ποὺ δὲν πιστεύει, πάη κοντὰ σὲ ἕναν πνευματικὸ ἄνθρωπο, θὰ πάη χαμένος ὁ κόπος καὶ ὁ χρόνος ποὺ θὰ διαθέση ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος. Τὸ πολὺ-πολὺ ὁ κοσμικὸς νὰ συγκινηθῆ ἀπὸ μερικὰ πνευματικὰ ποὺ θὰ τοῦ πῆ ὁ ἄλλος καὶ νὰ τὰ φιλοσοφήση κοσμικά· θὰ τὰ πάρη δηλαδὴ μὲ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ δὲν θὰ ὠφεληθῆ. Δηλαδὴ θὰ γίνη γλυκύτερο... κολοκύθι.


 

  

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ

  

Στὸν στρατό, στὶς Διαβιβάσεις, εἴχαμε πίνακα ἀναγνωρίσεως μὲ μερικὰ συγκεκριμένα χαρακτηριστικὰ καὶ καταλαβαίναμε ποιός σταθμὸς ἦταν δικός μας, ποιός ἦταν ξένος· ξέραμε τοὺς δικούς μας σταθμούς. Γιὰ ἕνα διάστημα ποὺ παρακολουθούσαμε μαθήματα στὶς Διαβιβάσεις, κάναμε τὸν ἐνδιάμεσο καὶ προσπαθούσαμε νὰ κάνουμε ἀναγνώριση. Λέγαμε στὸν ἄλλον «τί εἶναι αὐτό;» ἢ «ἕνα», γιὰ νὰ δοῦμε τί θὰ πῆ ἐκεῖνος, καὶ ἔτσι τὸν πιάναμε. Δηλαδή, ὅταν δὲν καταλαβαίναμε σίγουρα ποιός σταθμὸς εἶναι, δὲν εἴχαμε ἐμπιστοσύνη καὶ τὰκ–τὰκ προσπαθούσαμε νὰ κάνουμε ἀναγνώριση. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή, ὅταν βλέπουμε πὼς ἕνας «σταθμὸς» εἶναι ξένος, πρέπει νὰ ποῦμε: «Ἔ, τώρα μ᾿ αὐτὸν θὰ συνεργασθῶ;». Ἂν κανεὶς καταλαβαίνη ὅτι ἕνας «σταθμὸς» εἶναι ξένος καὶ θέλη νὰ συνεργασθῆ μ᾿ αὐτόν, εἶναι βαρύ. Πόσο μᾶλλον ὅταν γνωρίζη ὅτι ὁ σταθμὸς εἶναι ὄχι μόνον ξένος ἀλλὰ καὶ ἐχθρικός, καὶ πάη νὰ συνεργασθῆ μὲ τὸν ἐχθρό! Θέλω νὰ πῶ, ὅσον ἀφορᾶ στὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους, χρειάζεται διάκριση καὶ προσοχή. Τὸ πιὸ σίγουρο εἶναι νὰ συμβουλεύεται ὁ καθένας τὸν Πνευματικό του.

 

Ἀκόμη καὶ στὶς συζητήσεις πρέπει κανεὶς νὰ εἶναι προσεκτικός, γιατὶ μερικὲς φορὲς ἀρχίζει πνευματικὴ συζήτηση καὶ καταλήγει σὲ κουτσομπολιό. Καὶ δὲν φθάνει ποὺ χάνει τὴν ὥρα του, ἀλλὰ χάνει καὶ τὴν ψυχή του μὲ τὴν κατάκριση, γιατὶ δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ κρίνουμε κανέναν, οὔτε καὶ καταστάσεις. Ἐὰν μποροῦμε, μετὰ ἀπὸ τὴν συζήτηση ποὺ θὰ κάνουμε μὲ πόνο, νὰ κοιτάξουμε νὰ βοηθήσουμε μιὰ ἄσχημη κατάσταση. Οὔτε καὶ πεθαμένους πρέπει νὰ καταδικάζουμε, γιατὶ οἱ ψυχὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων εὐτυχῶς εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Βλέπω πόσες φορὲς χαλνάει ὁ λογισμὸς πολλῶν ἀνθρώπων ἀπὸ ἕναν ἀπρόσεκτο λόγο. Ἂν ζητοῦσαν φόρο γιὰ τὰ λόγια ποὺ λέμε, ξέρετε πόσο θὰ προσέχαμε; Ἂν ἔλεγαν «θὰ πῆς τόσα λόγια, θὰ πληρώσης τόσο», θὰ μετρούσαμε τὰ λόγια μας! Καὶ στὸ τηλέφωνο σκεφτόμαστε τί θὰ ποῦμε, πόσο θὰ μιλήσουμε, γιατὶ θὰ πληρώσουμε. Τώρα χάνεται πολὺς χρόνος σὲ λόγια.

 

Ἂν κανεὶς ἀγαπάη πολὺ μιὰ ψυχὴ καὶ βλέπη ὅτι ἄλλοι τὴν ζηλεύουν, τότε μπορεῖ νὰ πῆ καὶ καμμιὰ κουβέντα εἰς βάρος της, γιὰ νὰ μὴν τὴν ζηλεύουν οἱ ἄλλοι. Πρέπει ὅλα νὰ τὰ ἐξετάζουμε. Μιὰ βλαμμένη ὅμως ἢ πειραγμένη ψυχὴ ποὺ νομίζει ὅτι ἀδικεῖται καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι λίγο πικραμένη ἢ ἀγανακτισμένη καὶ μὲ μιὰ ἀφορμὴ ἐκδηλώνει τὴν ἀγανάκτησή της, μπορεῖ νὰ κάνη τέτοια ζημιὰ στὶς ἄλλες ψυχές, ποὺ οὔτε διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ κάνη. Ὁ Ἰούδας ἀγανάκτησε γιὰ τὴν σπατάλη τοῦ μύρου ποὺ ἔχυσε ἡ Μυροφόρος καὶ εἶπε ὅτι τὸ μύρο μποροῦσε νὰ πουληθῆ καὶ τὰ χρήματα νὰ δοθοῦν στοὺς φτωχούς. Ἀπὸ τὸν Ἰούδα ἐπηρεάσθηκαν καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ποὺ εἶχαν Χάρη (1). Εἶδαν ἐξωτερικὰ σωστὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε ἐκεῖνος καὶ ἐπηρεάσθηκαν, γιατὶ δὲν γνώριζαν τὴν φιλάργυρη καρδιά του. Καὶ βλέπεις, ὁ Χριστὸς εἶχε δώσει στὸν Ἰούδα ἀκόμη καὶ τὸ ταμεῖο, γιὰ νὰ χορτάση τὸ πάθος του, καὶ ἐκεῖνος «τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» (2).

 

Ἂν βρεθῆ κανεὶς μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν προσωπικὰ μεταξύ τους, εἶναι καλύτερα τὴν γνώμη του νὰ τὴν πῆ παρουσίᾳ καὶ τῶν δύο, γιὰ νὰ μὴν πάρη ὁ καθένας ἕναν λόγο του, ὅπως τὸν συμφέρει, καὶ τὸν χρησιμοποιήση μετὰ ὡς βαρὺ πυροβολικὸ – ὅταν ὁ λόγος του ἔχη βαρύτητα –, γιὰ νὰ χτυπήση ἀλύπητα τὸν ἀντίπαλό του, καὶ τὸν πάρουν καὶ ἐκεῖνον τὰ βλήματα στὰ καλὰ καθούμενα. Ὅσο μπορεῖ, νὰ ἀποφεύγη τέτοιου εἴδους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ἔχη τὴν εἰρήνη του καὶ νὰ μπορῆ νὰ εὔχεται γιὰ τὴν εἰρήνη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ γενικὰ γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου. Ὅταν δὲν μπορῆ νὰ τοὺς ἀποφύγη τελείως αὐτοὺς τοὺς σκανδαλοποιοὺς ἀνθρώπους, νὰ προσπαθῆ τοὐλάχιστον νὰ ἀποφεύγη τὰ πολλὰ λόγια, γιὰ νὰ ἔχη λιγώτερα σκάνδαλα. Δὲν ἔχει σημασία, ἐὰν μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν κακότητα ἀλλὰ ἁπλὴ ἐπιπολαιότητα, διότι καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν ἐπιπολαιότητά τους πάλι δημιουργοῦν σκάνδαλα.

 

1) Βλ. Ματθ. 26, 6 κ.ἑ.· Μάρκ. 14, 3 κ.ἑ. καὶ Ἰω. 12, 3 κ.ἑ.

2) Βλ. Ἰω. 12, 6.

 

 

  

ΜΗΤΡΙΚΗ ΑΓΑΠΗ

 

Μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ εἶναι καὶ μιὰ εὐγένεια κοσμική. Νά, μερικοὶ ἄνθρωποι ἔχουν μιὰ καλωσύνη, ἔχουν καὶ μιὰ εὐγένεια, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἔχουν καὶ πνευματικὴ ἀρχοντιά, θυσία. Τὸ νὰ ὑπάρχουν καλὰ στοιχεῖα εἶναι ἄλλο θέμα. Αὐτὸς ποὺ ἔχει κοσμικὴ εὐγένεια καὶ ὑποκρίνεται μπορεῖ νὰ κάνη πολὺ κακό, γιατὶ ξεγελιέται ὁ ἄλλος, ἀνοίγει τὴν καρδιά του καὶ χαραμίζει τελικὰ τὴν εὐλάβειά του στὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ξέρει τί θὰ πῆ εὐλάβεια. Εἶναι σὰν νὰ δίνη χρυσὲς λίρες σὲ ἀνθρώπους ποὺ ξέρουν μόνον τὶς μπρούντζινες δραχμές. Ἀκόμη πρέπει νὰ μὴ χάνη κανεὶς τὴν ὥρα του ἄσκοπα νουθετώντας πνευματικὰ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀναπαύονται στὶς κοσμικὲς συζητήσεις καὶ στὸ νὰ ἐκφέρουν ἐγωιστικὰ γνῶμες.

 

Μερικὲς φορὲς ὅμως παρατηρεῖται τὸ ἑξῆς, ἀκόμη καὶ στὶς σχέσεις τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Πάει νὰ πῆ ἕνας τὸν πόνο του σὲ κάποιον, καὶ αὐτὸς δὲν θέλει νὰ τὸν ἀκούση, γιὰ νὰ μὴ στερηθῆ τὴν χαρά του. Μπορεῖ νὰ προσποιηθῆ ὅτι εἶναι βιαστικὸς ἢ νὰ ἀλλάξη κουβέντα, γιὰ νὰ ἔχη τὴν ἡσυχία του. Αὐτὸ εἶναι τελείως σατανικό. Σὰν νὰ πεθαίνη ὁ ἄλλος δίπλα μου καὶ ἐγὼ νὰ πηγαίνω πιὸ πέρα καὶ νὰ τραγουδῶ. Ποῦ εἶναι τὸ «κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (1); Καὶ μάλιστα, ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὡς Χριστιανὸς δὲν συμμερίζεται τὴν ἀνησυχία τοῦ ἄλλου, τότε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν συμμετέχει στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

 

Δὲν δικαιολογεῖς τοὺς ἄλλους καὶ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου; Τότε μεθαύριο κι ἐσένα ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σὲ δικαιολογήση. Μπορεῖ σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνη σκληρὴ σὰν τὴν πέτρα, ἂν δὲν προσέξη, καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ γίνη τρυφερή. Νὰ ἀποκτήσης μητρικὴ καρδιά. Εἶδες, ἡ μάνα ὅλα τὰ συγχωρεῖ καὶ καμμιὰ φορὰ κάνει πὼς δὲν βλέπει μερικὲς ἀταξίες. Νὰ κάνης ὑπομονὴ καὶ νὰ δικαιολογῆς, νὰ ἀνέχεσαι τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ σὲ ἀνέχεται καὶ σένα ὁ Χριστός.

 

(Ἡ καρδιὰ πλαταίνει) Ὅταν δικαιολογῆς πάντοτε τὶς ἀταξίες, τὶς ἀτέλειες, τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων καὶ σ᾿ αὐτὲς καθρεφτίζης τὸν ἑαυτό σου. Βέβαια ὁ πονηρὸς μπορεῖ νὰ φέρνη μερικὲς φορὲς λογισμοὺς γιὰ τοὺς ἄλλους, καὶ μάλιστα ὅταν ὑπάρχη καὶ κάποια αἰτία. Εἶναι ὅμως στὸ χέρι μας νὰ τοὺς δεχθοῦμε ἢ νὰ τοὺς διώξουμε. Ὅταν ἔρθουμε στὴν θέση τοῦ ἄλλου, θὰ τὸν δοῦμε μὲ συμπάθεια καὶ θὰ τὸν δικαιολογήσουμε. Ἔπειτα, ὅταν κάτι δὲν γίνεται ἀπὸ κακότητα ἀλλὰ ἀπὸ ἐπιπολαιότητα, πληροφορεῖ καὶ δὲν δημιουργεῖ ἀντίδραση. Τὸ νὰ ὑπάρχουν ἀδυναμίες ἀνθρώπινες, αὐτὸ εἶναι φυσικὸ καὶ γενικὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ὑπάρχη κακὴ διάθεση, αὐτὸ εἶναι κακό.

 

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ πιστεύω ὅτι εἶμαι καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ τὸν λυπᾶμαι, πρέπει νὰ λυπᾶμαι τὸν ἑαυτό μου καὶ ὄχι τὸν ἄλλον. Ἀκόμη καὶ ὅταν κανεὶς βλέπη ὅτι πράγματι δὲν εἶναι καλὰ ὁ ἄλλος, πάλι τὸν δικαιολογεῖ καὶ τοῦ δίνει ἐλαφρυντικά. Μόνο στὸν ἑαυτό του δὲν δίνει ἐλαφρυντικὰ καὶ τὸν βρίσκει χειρότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πονάει γιὰ τὰ χάλια του. Ἀναγνωρίζει ὅτι δὲν ἔκανε τίποτε γιὰ ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ λέει: «Μὴ μὲ ὑπολογίζης ἐμένα, Θεέ μου· πέταξέ με στὴν ἄκρη. Δὲν ἔκανα τίποτε, βοήθησε τὸν ἄλλον». Αὐτοὶ ποὺ προοδεύουν πραγματικά, δὲν αἰσθάνονται τὴν μεγάλη τους πρόοδο, παρὰ μόνο μεγάλη συντριβὴ καὶ ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ μία ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση.

 

 

1) Βλ. Ρωμ. 12, 15.

 

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ