ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

  

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΣΟΥΝ ΜΕΡΙΚΟΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΗ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

 

Δύσκολα χρόνια!... Θὰ περάσουμε τράνταγμα. Ξέρετε τί θὰ πῆ τράνταγμα; Ἂν δὲν ἔχετε λίγη κατάσταση πνευματική, δὲν θὰ ἀντέξετε. Θεὸς φυλάξοι, θὰ φθάσουμε νὰ ἔχουμε ἀκόμη καὶ ἄρνηση πίστεως. Κοιτάξτε νὰ ἀδελφωθῆτε, νὰ ζήσετε πνευματικά, νὰ γαντζωθῆτε στὸν Χριστό. Ἂν γαντζωθῆτε στὸν Χριστό, δὲν θὰ φοβᾶστε οὔτε διαβόλους οὔτε μαρτύρια. Οἱ ἄνθρωποι στὸν κόσμο ἔχουν ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς στριμώγματα, φόβους. Ἀλλά, ὅταν κανεὶς εἶναι κοντὰ στὸν Χριστό, τί νὰ φοβηθῆ; Θυμᾶστε τὸν Ἅγιο Κήρυκο (1); Τριῶν χρονῶν ἦταν καί, ὅταν πῆγε νὰ τόν... κατηχήση ὁ τύραννος, τοῦ ἔδωσε μιὰ κλωτσιά. Διαβάστε Συναξάρια. Τὰ Συναξάρια πολὺ βοηθοῦν, γιατὶ συνδέεται κανεὶς μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ φουντώνει μέσα του ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ διάθεση γιὰ θυσία.

 

Αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν εἶναι γιὰ βόλεμα. Θὰ πεθάνουμε ποὺ θὰ πεθάνουμε, τοὐλάχιστον νὰ πεθάνουμε σωστά! Μιὰ ποὺ δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο, ἂν μᾶς ἀξιώση ὁ Θεὸς γιὰ ἕνα μαρτύριο, καλὰ δὲν θὰ εἶναι; Μιὰ μέρα ἦρθε στὸ Καλύβι ἕνας βουρδουνάρης (2) μὲ κλάματα καὶ μοῦ εἶπε: «Μὴ μείνης μόνος σου ἀπόψε. Σκέφτονται νὰ σὲ σκοτώσουν». «Ποιοί;», τοῦ λέω. «Εἶναι πέντε-ἕξι», μοῦ λέει. Συνόδευε πέντε-ἕξι ἀθέους. Ποιός ξέρει τί προγράμματα εἶχαν γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸν πέρασαν γιὰ χαζούλη καὶ μιλοῦσαν μπροστά του. Μόλις τ᾿ ἄκουσε ἐκεῖνος, ἦρθε καὶ μοῦ τὸ εἶπε. Τὸ βράδυ, ὅταν ξάπλωσα, ἄκουσα κουδουνάκι ἀπὸ σκυλί. Κοιτάω ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ βλέπω τρία παλληκάρια. «Ἄνοιξε, ρὲ Παπποῦ», φωνάζουν. «Ἔ, παλληκάρια, τί θέλετε τέτοια ὥρα καὶ γυρίζετε; Δὲν ἔχετε μυαλό; Θὰ σᾶς πάρουν γιὰ ὕποπτους, τοὺς λέω. Τοὺς ἄλλους τοὺς ἔβαλαν φυλακή. Ὄρεξη γιὰ κουβέντες δὲν ἔχω». «Νὰ ᾿ρθοῦμε αὔριο; τί ὥρα;». «Ἐσεῖς ἐλᾶτε αὔριο ὅ,τι ὥρα θέλετε κι ἐγώ, ἂν μπορῶ, θὰ σᾶς δῶ». Τοὺς ἔδιωξα. Βλέπω ὅτι τὸ φῶς τοῦ φακοῦ δὲν συνέχισε. Εἶχαν σταματήσει πιὸ πάνω. Σηκώθηκα, ντύθηκα, ἔβαλα τὸ σχῆμα μου καὶ τοὺς περίμενα· εἶχα μιὰ εἰρήνη μέσα μου! Τὴν ἄλλη μέρα ἦρθαν τρεῖς τριάδες, ἀλλὰ δὲν ἦταν κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους. Φυσικὰ σὲ μένα ξέρουν ὅτι χρήματα δὲν θὰ βροῦν νὰ πάρουν, γιατὶ δὲν ἔχω. Μόνο γιὰ πνευματικὰ θέματα τὰ βάζουν μαζί μου.

 

Μιὰ ἄλλη φορὰ ἦρθε ἕνας στὸ Καλύβι ποὺ ἦταν σωματώδης σὰν γορίλλας καὶ κάθησε σὲ μιὰ ἄκρη. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔλεγα σὲ μιὰ παρέα: «Βρέ, μόνο γιὰ παρελάσεις εἶστε, ὄχι γιὰ μάχες. Θυσιάσθηκε ὁ Χριστός. Ἔχουμε Ὀρθοδοξία. Μαρτύρησαν Ἅγιοι ποὺ μᾶς βοηθοῦν ἀκόμη. Ἂν δὲν εἶχαν πέσει αὐτοί, ποιός ξέρει τί θὰ ἤμασταν». Ὅλα αὐτὰ τὸν εἶχαν ἐξοργίσει. Ἐρχόταν, ἔφευγε ὁ κόσμος, αὐτὸς καθόταν ἐκεῖ· εἶχε τὸν σκοπό του. Ἦταν ἕνα κρύο πράγμα. Τελικὰ ἔφυγαν καὶ οἱ τελευταῖοι. «Νύχτωσε, τοῦ λέω, ἄντε, ποῦ θὰ πᾶς;». «Δὲν μὲ ἀπασχολεῖ τὸ θέμα», μοῦ λέει. «Μὲ ἀπασχολεῖ ἐμένα, τοῦ λέω, ἄντε νὰ πᾶς». Ὁρμάει τότε ἐπάνω μου καὶ μὲ ἁρπάζει ἀπὸ τὸν λαιμό. «Ἔ, βρὲ σύ, μὲ τοὺς θεούς σου», μοῦ λέει. Ὅταν ἄκουσα νὰ μοῦ λέη «τοὺς θεούς σου», ἔνιωσα σὰν νὰ ἔβρισε τὸν Θεό. Τί, εἰδωλολάτρης εἶμαι ἐγώ; «Ποιούς θεούς, βρὲ ἀθεόφοβε; τοῦ λέω. Ἐγὼ ἕναν Τριαδικὸ Θεὸ λατρεύω. Ἄντε φύγε ἀπὸ ᾿δῶ!» Τοῦ ἔδωσα μιὰ σπρωξιά, σωριάστηκε κάτω καὶ μαζεύτηκε κουβάρι. Πῶς βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ ἐγὼ δὲν κατάλαβα. «Ἂν μὲ κρεμάσουν ἀνάποδα, σκέφθηκα, γιὰ νὰ μὲ βασανίσουν, θὰ πάη ἡ κήλη (3) στὴν θέση της»! Αὐτὸς εἶχε καθήσει στὸ τέλος, γιατί, φαίνεται, ἤθελε νὰ μὲ ξεκάνη, ἀφοῦ μ᾿ ἅρπαξε ἀπὸ τὸν λαιμὸ νὰ μὲ πνίξη.

 

 

1) Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 15 Ἰουλίου.

2) Ἀπὸ τὴν λατινικὴ λέξη burdo -onis (ἡμίονος, νεαρὸ μουλάρι), ὁ σταυλάρχης καὶ εἰδικώτερα ὁ φύλακας τῶν ἡμιόνων.

3) Τὸ περιστατικὸ ἔγινε τὸ 1987, ὅταν ὁ Γέροντας ὑπέφερε ἀπὸ κήλη.


 

  

ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΙΠΟΤΕ

 

Σήμερα, γιὰ νὰ μπορέση ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντιμετωπίση τὶς δυσκολίες ποὺ συναντᾶ, πρέπει νὰ ἔχη μέσα του τὸν Χριστό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ παίρνη θεία παρηγοριά, γιὰ νὰ ἔχη κάποια αὐταπάρνηση. Ἀλλιῶς σὲ μιὰ δύσκολη στιγμὴ τί θὰ γίνη; Διάβασα κάπου ὅτι ὁ Ἀβδοὺλ-Πασᾶς (1) εἶχε πάρει πεντακόσιους νέους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν δόκιμοι καὶ ἄλλοι εἶχαν πάει ἐκεῖ, γιὰ νὰ κρυφτοῦν. Τότε φαίνεται μὲ τὴν Ἐπανάσταση κατέφευγαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ γλυτώσουν, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι μάζευαν νέα παιδιά, νὰ τὰ κάνουν Γενίτσαρους. Ὁ Ἀβδοὺλ-Πασᾶς τοὺς νέους ποὺ ἔπαιρνε, ἂν δὲν ἀρνιόνταν τὸν Χριστό, τοὺς κρεμοῦσε στὸν Πύργο, στὴν Οὐρανούπολη. Ἀπὸ τόσους ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος μόνον πέντε μαρτύρησαν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ ἔγιναν Γενίτσαροι. Χρειάζεται παλληκαριά· δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε. Ἂν ἔχη κανεὶς κακομοιριά, φιλαυτία, δὲν ἔχει θεϊκὴ δύναμη μέσα του, καὶ τότε πῶς νὰ ἀντιμετωπίση μιὰ τέτοια δυσκολία;

 

Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶπε ἕνας ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο. Τοῦ εἶχα πεῖ: «Μὰ τί κατάσταση εἶναι αὐτή; Ἀπὸ τὴν μιὰ ὁ Οἰκουμενισμός, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Σιωνισμός, ὁ σατανισμός!... Σὲ λίγο θὰ προσκυνοῦμε τὸν διάβολο μὲ τὰ δυὸ κέρατα ἀντὶ γιὰ τὸν δικέφαλο ἀετό». «Σήμερα, μοῦ λέει, δύσκολα βρίσκεις ἐπισκόπους σὰν τὸν ἐπίσκοπο Καισαρείας Παΐσιο τὸν Β (2)». Ὁ Παΐσιος ὁ Β´ τί ἔκανε; Πήγαινε στὸν Σουλτάνο γιὰ τὰ αἰτήματά του μὲ ἕνα σχοινὶ δεμένο στὴν μέση, ἀποφασισμένος δηλαδὴ νὰ τὸν κρεμάσουν οἱ Τοῦρκοι. Σὰν νὰ ἔλεγε στὸν Σουλτάνο: «Μὴν ψάχνης σχοινὶ καὶ χασομερᾶς· ἅμα θέλης νὰ μὲ κρεμάσης, ἕτοιμο τὸ ἔχω τὸ σχοινί». Γιὰ τὰ δύσκολα θέματα αὐτὸν ἔστελναν στὸν Σουλτάνο. Πολλὲς φορὲς γλύτωσε τὸ Πατριαρχεῖο σὲ δύσκολες περιστάσεις. Στὰ γεράματά του τὸν ἔβαζαν ἐπάνω σὲ ἕνα ἄλογο, μέσα σὲ ἕνα κοφίνι, ἔβαζαν καὶ ἕνα ἄλλο κοφίνι μὲ βάρος ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ τὸν πήγαιναν στὴν Πόλη. Μιὰ φορὰ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βγάλει ἕνα φιρμάνι νὰ ἐπιστρατεύωνται οἱ Ἕλληνες στὸν τουρκικὸ στρατό. Οἱ Χριστιανοὶ δυσκολεύονταν νὰ ὑπηρετοῦν μαζὶ μὲ τοὺς Τούρκους, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐκτελοῦν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οἱ Ρῶσοι ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν πεῖ τότε στοὺς Τούρκους νὰ μὴν ἐμποδίζουν τοὺς Ἕλληνες νὰ τηροῦν τὰ χριστιανικά τους καθήκοντα. Κάλεσε ὁ Πατριάρχης τὸν Παΐσιο καὶ τὸν ἔστειλε στὸν Σουλτάνο. Παρουσιάσθηκε τότε ἐκεῖνος στὸν Σουλτάνο πάλι μὲ ἕνα σχοινὶ δεμένο στὴν μέση. Τοῦ λέει ὁ Σουλτάνος: «Οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ ἐπιστρατεύωνται, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὴν πατρίδα». Τότε ὁ Παΐσιος τοῦ λέει: «Ναί, κι ἐγὼ συμφωνῶ νὰ ἐπιστρατεύωνται οἱ Ἕλληνες, γιατὶ αὐτὰ τὰ μέρη εἶναι ἀπὸ παλιὰ τῶν γκιαούρηδων. Ἐπειδὴ ὅμως ἔχουμε διαφορετικὴ θρησκεία, πρέπει νὰ ἔχουν ξεχωριστὸ στρατόπεδο, νὰ εἶναι χωριστὸς στρατὸς καὶ νὰ ἔχουν δικούς τους ἀξιωματικοὺς κ.λπ., γιὰ νὰ ἐκτελοῦν καὶ τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα. Δὲν μποροῦν νὰ κάνουν μαζὶ μ' ἐσᾶς προσευχή· ἐσεῖς νὰ ἔχετε ραμαζάνι (3) καὶ 'μεῖς τὰ Φῶτα»! Σκέφθηκε ὁ Σουλτάνος: «Νὰ ὁπλισθοῦν οἱ Χριστιανοί; Εἶναι ἐπικίνδυνο». «Ὄχι, ὄχι, καλύτερα νὰ μὴν ἐπιστρατεύωνται», τοῦ ἀπαντάει. Μιὰ ἄλλη φορὰ οἱ Ἀρμένιοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Σουλτάνο νὰ τοὺς δώση τὸ Μπαλουκλῆ καὶ κατάφεραν νὰ πάρουν τὴν ἔγκρισή του. Μετὰ πῆγε ὁ Παΐσιος στὸν Σουλτάνο νὰ συζητήση αὐτὸ τὸ θέμα. «Τὸ Μπαλουκλῆ, τοῦ λέει ὁ Σουλτάνος, εἶναι περιουσία τῶν παππούδων τῶν Ἀρμενίων καὶ πρέπει νὰ τὸ πάρουν οἱ Ἀρμένιοι». «Ναί, τοῦ λέει ὁ Παΐσιος, πρέπει νὰ τὸ πάρουν, γιατί, ὅταν γνωρίζουμε ὅτι ἕνας τόπος εἶναι περιουσία τῶν παππούδων μας, πρέπει νὰ τὸν παίρνουμε. Δῶστε μου ἕνα ἔγγραφο νὰ ὑπογράψω καὶ ἐγὼ γιὰ τὸ Μπαλουκλῆ, γιατὶ ἦρθα ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου». Ὑπέγραψε καὶ αὐτός. Ὕστερα βγάζει ἕνα φλουρὶ κωνσταντινάτο (4) καὶ λέει: «Νὰ πάρουν λοιπὸν οἱ Ἀρμένιοι τὸ Μπαλουκλῆ, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ πάρουμε τὴν Ἁγια-Σοφιά, γιατὶ εἶναι δική μας· εἶναι τῶν παππούδων μας καὶ πρέπει νὰ μᾶς τὴν δώσετε», καὶ δείχνει τὸ κωνσταντινάτο φλουρί! Εἶχε πάρει μαζί του καὶ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους Ρώσους ποὺ εἶχαν ἔρθει τότε στὴν Πόλη μὲ ἕνα καράβι, γιὰ νὰ ἔχη καὶ μάρτυρα. Ὁπότε ὁ Σουλτάνος βρέθηκε σὲ δύσκολη θέση καὶ ἀνακάλεσε τὴν ἀπόφαση γιὰ τὸ Μπαλουκλῆ. «Ὄχι, ὄχι, εἶναι δικό σας τὸ Μπαλουκλῆ», τοῦ εἶπε ὁ Σουλτάνος. Γιατὶ ἢ ἔπρεπε νὰ ἀνακαλέση τὴν ἀπόφαση γιὰ τὸ Μπαλουκλῆ ἢ νὰ δώση στοὺς Ἕλληνες τὴν Ἁγια-Σοφιά. Βλέπετε πῶς τοὺς ἔφερνε σβούρα; Κι αὐτό, γιατὶ εἶχε ἀποφασίσει τὸν θάνατο. Ἂν δὲν ἀποφασίση κανεὶς τὸν θάνατο, τίποτε δὲν γίνεται. Ὅλα ἀπὸ ᾿κεῖ ξεκινοῦν.

 

 

1) Ὁ Μεχμὲτ Ἀμὶν Ἀβδουλὰχ Πασᾶς ἦταν διοικητὴς τῆς Θεσσαλονίκης τὰ ἔτη 1821-1823.

2) Μητροπολίτης Καισαρείας, γεννήθηκε στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας τὸ 1777. Σπούδασε στὴν Ἱερατικὴ Σχολὴ τῶν Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προφήτου Προδρόμου καὶ ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ἱερέας. Τὸ 1832 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Καισαρείας καὶ ἀγωνίσθηκε θαρραλέα γιὰ τὴν διάσωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς ἐπαρχίας του.

3) Λέξη τουρκική. Ὁ ἔνατος μήνας τοῦ Μουσουλμανικοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους, κατὰ τὸν ὁποῖο τηρεῖται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τοῦ Ἰσλὰμ αὐστηρότατη νηστεία (πλήρης ἀποχὴ ἀπὸ φαγητό, ποτό, κάπνισμα κ.λπ.) ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ κάθε ἡμέρας. Οἱ ἀπαγορεύσεις δὲν ἰσχύουν ἀπὸ τὴν δύση μέχρι τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου.

4) Χρυσὸ νόμισμα ποὺ παρίστανε τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο καὶ τὴν Ἁγία Ἑλένη καὶ τὸ φοροῦσαν ὡς κόσμημα ἢ ὡς φυλαχτό.

 

 

  

Η ΑΡΝΗΣΗ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΕ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΕΞΙΛΕΩΝΟΤΑΝ

  

Σήμερα οἱ πιὸ πολλοὶ θέλουν νὰ βγάζουν οἱ ἄλλοι τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα. Ἐντάξει, δὲν τὸ βγάζουν αὐτοί, ἀλλὰ τοὐλάχιστον ἂς ποῦν «προσέξτε· μήπως εἶναι κανένα φίδι ἐκεῖ πέρα;», ὥστε νὰ προβληματισθῆ ὁ ἄλλος. Ὅμως οὔτε αὐτὸ τὸ κάνουν. Ἂν ἤμασταν ἐμεῖς στὰ χρόνια τῶν Μαρτύρων, μὲ τὸν ὀρθολογισμὸ ποὺ ἔχουμε, θὰ λέγαμε: «Τὸν Θεὸ Τὸν ἀρνοῦμαι ἀπ᾿ ἔξω – ὄχι ἀπὸ μέσα μου –, γιατὶ ἔτσι θὰ μοῦ δώσουν τὴν τάδε θέση καὶ θὰ βοηθάω καὶ κανέναν φτωχό». Τότε λιβάνι νὰ ἔρριχναν στὴν φωτιὰ τῶν εἰδώλων, ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς κοινωνοῦσε· ἦταν μετὰ «προσκλαίοντες» (1). Αὐτοὶ ποὺ ἀρνιόνταν τὸν Χριστό, ἔπρεπε μὲ μαρτύριο νὰ ἐξιλεωθοῦν. Ἤ, στὴν ἐποχὴ τῆς Εἰκονομαχίας, τοὺς ἔλεγαν νὰ κάψουν ἢ νὰ πετάξουν τὶς εἰκόνες, καὶ αὐτοὶ προτιμοῦσαν νὰ μαρτυρήσουν παρὰ νὰ τὶς πετάξουν. Ἐμεῖς, ἂν μᾶς ἔλεγαν νὰ πετάξουμε μιὰ εἰκόνα, θὰ λέγαμε: «Ἂς τὴν πετάξω αὐτή· εἶναι τῆς Ἀναγεννήσεως. Θὰ κάνω ἀργότερα μιὰ βυζαντινή».

 

Ὅπου ὑπάρχουν πραγματικοὶ Κρυπτοχριστιανοί, αὐτοὶ δὲν ἐξωμότησαν. Ἀπὸ τὰ εἴκοσι ἑπτὰ χωριὰ λ.χ. ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἐπαρχία τῶν Φαράσων τῆς Καππαδοκίας, ὅταν τὰ ἔκαψαν οἱ Τοῦρκοι, μερικοὶ ἔφυγαν καὶ πῆγαν σὲ μακρινὰ μέρη. Ἐκεῖ δὲν ἤξεραν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶναι Χριστιανοί· νόμιζαν ὅτι εἶναι Μουσουλμάνοι. Οὔτε παρουσιάσθηκε καμμιὰ περίπτωση νὰ ρωτήσουν κάποιον ἀπὸ αὐτοὺς «εἶσαι Χριστιανός;», γιὰ νὰ πῆ «ναί, εἶμαι Χριστιανὸς» ἢ «ὄχι, εἶμαι Μουσουλμάνος». Αὐτοὶ εἶναι οἱ Κρυπτοχριστιανοί. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ θὰ πιάσουν ἕναν καὶ τοῦ ποῦν «μάθαμε ὅτι εἶσαι Χριστιανός», αὐτὸς θὰ πῆ «ναί, εἶμαι Χριστιανός», δὲν θὰ πῆ ὅτι εἶναι Μουσουλμάνος. Καὶ στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ὑπῆρχαν Χριστιανοὶ ποὺ βαπτίζονταν κρυφὰ καὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἦταν Χριστιανοί. Ὅταν ὅμως χρειαζόταν, ὁμολογοῦσαν. Ὁ Ἅγιος Σεβαστιανὸς  λ.χ. ἦταν στρατηγός, εἶχε βαπτισθῆ Χριστιανὸς καὶ νόμιζαν ὅτι εἶναι εἰδωλολάτρης, ἐνῶ ἦταν Χριστιανός. Κρυφὰ βοηθοῦσε πολὺ θετικὰ τοὺς Χριστιανούς. Ὅταν ὅμως κατάλαβαν ὅτι εἶναι Χριστιανός, ὁμολόγησε καὶ μαρτύρησε.

 

Σὲ ἕνα τουρκικὸ χωριὸ ἦταν πολλοὶ Κρυπτοχριστιανοί, καὶ ὁ πρόεδρος ἦταν παπᾶς. Παπα-Γιώργη τὸν ἔλεγαν, Χασὰν τὸν φώναζαν. Κάποτε πῆγαν καὶ τὸν εἰδοποίησαν ὅτι στὸ τάδε μέρος, σὲ μιὰ κατακόμβη, εἶναι κρυμμένοι Χριστιανοί. «Θὰ πάω νὰ δῶ, τοὺς εἶπε· μὴν ἀνησυχῆτε». Παίρνει τοὺς ἀνθρώπους του, πηγαίνει καὶ βρίσκει ἐκεῖ τοὺς Χριστιανοὺς ὅλους μαζεμένους. Προχωράει στὴν Ὡραία Πύλη, ξεκρεμάει τὸ πετραχήλι, τὸ φοράει καὶ τοὺς ἔκανε καὶ Ἑσπερινό! Τοὺς εἶπε μετὰ «νὰ λάβετε μέτρα» καὶ στοὺς ἄλλους εἶπε: «Δὲν ἦταν τίποτε· διαδόσεις εἶναι». Αὐτοὶ δὲν εἶναι ἐξωμότες. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ ὑποψιασθοῦν κάποιον καὶ τοῦ ποῦν «ἔ, ἐσένα σὲ εἴδαμε ὅτι ἔκανες σταυρό, εἶσαι Χριστιανὸς» καὶ πῆ «ὄχι, εἶμαι Μουσουλμάνος», τότε ἀρνεῖται.

 

 

1) Οἱ «προσκλαίοντες» ἔμεναν στὰ προπύλαια τοῦ Ναοῦ, ἔξω ἀπὸ τὸν νάρθηκα, καὶ παρακολουθοῦσαν τοὺς πιστοὺς ποὺ εἰσέρχονταν νὰ δέωνται γι᾿ αὐτοὺς στὸν Κύριο (Βλ. Πηδάλιον, κανὼν ΙΓ’).

 

 

  

ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

 

Αὐτὸς ποὺ θὰ ἀξιωθῆ νὰ μαρτυρήση, πρέπει νὰ ἔχη πολλὴ ταπείνωση καὶ νὰ ἀγαπάη πολὺ τὸν Χριστό. Ἂν προχωρήση ἐγωιστικὰ στὸ μαρτύριο, θὰ τὸν ἐγκαταλείψη ἡ Χάρις. Θυμᾶσθε, ὁ Σαπρίκιος (1) ποὺ ἔφθασε μέχρι τὸ μαρτύριο καὶ ὅμως ἀρνήθηκε τὸν Χριστό; «Γιατί μὲ φέρατε ἐδῶ;», εἶπε στοὺς δημίους. «Καλά, δὲν εἶσαι Χριστιανός;», τοῦ λένε. «Ὄχι», ἀπαντᾶ. Καὶ ἦταν ἱερέας! Μοῦ λέει ὁ λογισμὸς ὅτι πήγαινε νὰ μαρτυρήση ἐγωιστικὰ καὶ ὄχι ταπεινά· δὲν πήγαινε στὸ μαρτύριο γιὰ τὴν πίστη του, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτὸ τὸν ἐγκατέλειψε ἡ Χάρις. Γιατί, ὅταν κινῆται κανεὶς ἐγωιστικά, δὲν δέχεται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπόμενο εἶναι σὲ μιὰ δυσκολία νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστό.

 

Ὁ Θεὸς θὰ δώση δύναμη σὲ ἕναν ταπεινὸ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει καθαρὴ καρδιά, ποὺ ἔχει καλὴ διάθεση. Ἂν δῆ ὁ Θεὸς πραγματικὰ καλὴ διάθεση, ταπείνωση, θὰ δώση πολλὴ δύναμη. Δηλαδὴ θὰ ἐξαρτηθῆ ἀπὸ τὴν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ τοῦ δώση δύναμη ὁ Θεός.

Ὅταν λέμε ταπείνωση, ἐννοοῦμε τοὐλάχιστον στὸ θέμα αὐτὸ τοῦ μαρτυρίου νὰ ἔχη ταπείνωση. Μπορεῖ νὰ ἔχη ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ τότε νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ πῆ: «Θεέ μου, εἶμαι ὑπερήφανος· τώρα ὅμως δῶσ᾿ μου λίγη δύναμη νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὴν ἀγάπη Σου καὶ νὰ ἐξοφλήσω τὶς ἁμαρτίες μου». Ὁπότε, ἂν ἔχη ταπεινὴ διάθεση καὶ πηγαίνη στὸ μαρτύριο μὲ μετάνοια, τότε δίνει πολλὴ Χάρη ὁ Θεός. Νὰ μὴν πάη δηλαδὴ μὲ ὑπερήφανη διάθεση, μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι θὰ γίνη μάρτυρας καὶ θὰ τοῦ γράψουν μετὰ τὸ συναξάρι καὶ ἀκολουθία, θὰ τοῦ κάνουν εἰκόνα μὲ φωτοστέφανο. Μοῦ εἶπε κάποιος: «Κάνε προσευχή, Πάτερ, νὰ φθάσω μέχρι πέμπτου οὐρανοῦ». «Καλά, τοῦ λέω, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔφθασε στὸν τρίτο οὐρανό (2), ἐσὺ ζητᾶς νὰ φθάσης στὸν πέμπτο;». «Γιατί, μοῦ λέει, δὲν γράφει νὰ ζητᾶμε τὰ "κρείττονα";» (3). Ἀκοῦς ἐκεῖ κουβέντα! Πάντως, ἂν πάη κανεὶς στὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ ἔχη δόξα στὸν Παράδεισο, καλύτερα νὰ μὴ σκεφθῆ νὰ μαρτυρήση. Ἕνας γνήσιος, ἕνας σωστὸς Χριστιανός, ἂν ἤξερε ὅτι καὶ στὸν Παράδεισο ποὺ θὰ πάη θὰ ἔχη πάλι βάσανα, θὰ ἔχη μαρτύρια, πάλι θὰ λαχταροῦσε νὰ πάη ἐκεῖ. Δὲν πρέπει νὰ σκεφτώμαστε ὅτι, ἂν ὑποφέρουμε κάτι ἐδῶ στὴν γῆ, θὰ εἴμαστε καλύτερα ἐκεῖ στὸν Οὐρανό. Νὰ μὴν πᾶμε ἔτσι μπακαλίστικα. Ἐμεῖς θέλουμε τὸν Χριστό. Ἂς ὑπάρχη μαρτύριο, ἂς μαρτυροῦμε κάθε μέρα, ἂς μᾶς δέρνουν κάθε μέρα, καὶ δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα· δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ. Τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ εἶναι νὰ εἴμαστε μὲ τὸν Χριστό.

 

Γι' αὐτὸ εἶπα νὰ καλλιεργηθῆ ἡ ἀρχοντιά, τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας. Ὁ ἕνας νὰ θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλο. Βλέπεις τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο καὶ τὴν Ἁγία Ἀγλαΐδα (4); Εἶχαν τὴν ἐλεεινὴ ἐκείνη ζωὴ στὴν Ρώμη, ἀλλὰ μόλις κάθονταν νὰ φᾶνε, ὁ νοῦς τους πήγαινε στοὺς φτωχούς. Ἔτρεχαν νὰ δώσουν πρῶτα φαγητὸ στοὺς φτωχοὺς καὶ ὕστερα ἔτρωγαν αὐτοί. Παρόλο ποὺ ἦταν κυριευμένοι ἀπὸ πάθη, εἶχαν καλωσύνη καὶ πονοῦσαν τοὺς φτωχούς. Εἶχαν θυσία, γι' αὐτὸ ὁ Θεὸς τοὺς βοήθησε. Καὶ ἡ Ἀγλαΐδα, ἂν καὶ ζοῦσε ἁμαρτωλὴ ζωή, ἀγαποῦσε τοὺς ἁγίους Μάρτυρες καὶ ἐνδιαφερόταν γιὰ τὰ ἅγια Λείψανα. Εἶπε στὸν Βονιφάτιο νὰ πάη μὲ ἄλλους ὑπηρέτες της στὴν Μικρὰ Ἀσία, γιὰ νὰ πληρώση καὶ νὰ μαζέψη τὰ ἅγια Λείψανα τῶν Μαρτύρων καὶ νὰ τὰ μεταφέρη στὴν Ρώμη. Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε χαμογελώντας: «Ἂν σοῦ φέρουν καὶ τὸ δικό μου λείψανο, θὰ τὸ δεχθῆς;». «Μὴν ἀστειεύεσαι μ᾿ αὐτά», τοῦ λέει ἐκείνη. Τελικά, ὅταν ἔφθασε στὴν Ταρσὸ καὶ πῆγε στὸ ἀμφιθέατρο, γιὰ νὰ ἀγοράση τὰ ἅγια Λείψανα, παρακολούθησε τὰ μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀμέσως συγκλονίσθηκε ἀπὸ τὴν καρτερία τους. Ἔτρεξε, ἀσπάσθηκε τὰ δεσμὰ καὶ τὶς πληγές τους καὶ τοὺς ζήτησε νὰ προσευχηθοῦν, γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύση ὁ Χριστὸς νὰ ὁμολογήση δημόσια ὅτι εἶναι Χριστιανός. Μαρτύρησε λοιπὸν καὶ αὐτὸς στὸ ἀμφιθέατρο καὶ οἱ σύντροφοί του ἀγόρασαν τὸ Λείψανό του καὶ τὸ μετέφεραν στὴν Ρώμη, ὅπου Ἄγγελος Κυρίου εἶχε πληροφορήσει τὴν Ἀγλαΐδα γιὰ τὸ γεγονός. Ἔτσι ἔγινε ἐκεῖνο ποὺ χαριτολογώντας εἶχε προφητεύσει ὁ Βονιφάτιος, πρὶν φύγη ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ὕστερα ἐκείνη, ἀφοῦ μοίρασε τὴν περιουσία της, ἔζησε μὲ ἄσκηση καὶ πτωχεία ἀκόμη δεκαπέντε χρόνια καὶ ἁγίασε (5). Βλέπετε, δὲν εἶχαν βοηθηθῆ, γι᾿ αὐτὸ εἶχαν παρασυρθῆ στὸ κακὸ καὶ εἶχαν παρεκτραπῆ. Εἶχαν ὅμως πνεῦμα θυσίας καὶ ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἄφησε.

 

 

1) Βλ. Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 1982, τόμος Γ´, σ. 239-241.

2) Βλ. Β’ Κορ. 12, 12.

3) Βλ. Α’ Κορ. 12, 31.

4) Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος ἦταν δοῦλος τῆς Συγκλητικῆς Ἀγλαΐδος, ἀλλὰ καὶ δοῦλος στὸν ἔρωτα τῆς κυρίας του.

5) Ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται στὶς 19 Δεκεμβρίου.

 

 

  

ΤΙ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΕΙΧΑΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ

 

Οἱ Μάρτυρες εἶχαν καλὴ διάθεση, βοηθοῦσε καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ἄντεχαν στοὺς πόνους. Τί ἀγάπη εἶχαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες γιὰ τὸν Χριστό, τί λεβεντιά! Ἡ Ἁγία Σολομονὴ μὲ τὰ ἑπτὰ παιδιά της (1), ἕνας-ἕνας, μαρτύρησαν ὅλοι. Ὁ Ἅγιος Λογγῖνος (2) ἔκανε τραπέζι σ' αὐτοὺς ποὺ πῆγαν νὰ τὸν συλλάβουν καὶ τοὺς φιλοξένησε. Ἐκεῖνοι βιάζονταν νὰ τοὺς δείξη ποιός εἶναι ὁ Λογγῖνος, γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἔλεγε: «Θὰ σᾶς τὸν δείξω!». Ὅταν τοὺς εἶπε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος, ἐκεῖνοι δίστασαν, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Λογγῖνος τοὺς παρακάλεσε νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶχαν, καὶ ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν. Καὶ ὁ Ἅγιος Γεδεὼν ὁ Καρακαλληνὸς (3) τί καρτερία εἶχε! «Πάρτε τὸ χέρι, εἶπε στοὺς δημίους, πάρτε καὶ τὸ πόδι, πάρτε καὶ τὴν μύτη. Γιὰ νὰ μὴν τὰ πολυλογῶ, πάρτε τα ὅλα!». Φοβερό! Ἀλλά, γιὰ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, πρέπει νὰ μὴν ἀγαπάη τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἀγαπάη τὸν Θεό. Ἡ μητέρα μπαίνει μέσα στὴν φωτιά, γιὰ νὰ σώση τὸ παιδί της. Ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη της εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸ κάψιμο τῆς φωτιᾶς, δὲν καταλαβαίνει πόνο. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ παιδί της σκεπάζει τὸν πόνο. Πόσο μᾶλλον ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό!

 

Γιὰ τὸν Ἅγιο ποὺ προχωρεῖ στὸ μαρτύριο, ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸν πόνο, γι' αὐτὸ καὶ τὸν ἐξουδετερώνει. Τὸ μαχαίρι τοῦ δημίου τὸ ἔνιωθαν οἱ Μάρτυρες γλυκύτερο καὶ ἀπὸ τὸ δοξάρι τοῦ βιολιοῦ. Ὅταν φουντώση ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, τότε τὸ μαρτύριο εἶναι πανηγύρι· ἡ φωτιὰ ἀνακουφίζει καλύτερα ἀπὸ λουτρό, γιατὶ τὸ κάψιμο χάνεται ἀπὸ τὸ κάψιμο τῆς θείας ἀγάπης. Τὸ γδάρσιμο εἶναι χάιδεμα. Ὁ θεῖος ἔρωτας παίρνει τὴν καρδιά, παίρνει καὶ τὸ μυαλό, καὶ τρελλαίνεται ὁ ἄνθρωπος. Δὲν καταλαβαίνει οὔτε πόνο οὔτε τίποτε, γιατὶ ὁ νοῦς του εἶναι στὸν Χριστὸ καὶ πλημμυρίζει ἡ καρδιά του ἀπὸ χαρά. Πόσοι Ἅγιοι πήγαιναν στὸ μαρτύριο καὶ ἔνιωθαν τέτοια χαρά, λὲς καὶ πήγαιναν σὲ πανηγύρι! Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος (4) ἔτρεχε στὸ μαρτύριο καὶ φώναζε: «Ἀφῆστε με νὰ μαρτυρήσω, ἀφῆστε με νὰ μὲ φᾶνε τὰ θηρία». Τὴν χαρὰ ποὺ ἔνιωθε ἐκεῖνος δὲν τὴν αἰσθάνεται οὔτε ἕνας νεαρὸς ἐρωτευμένος ποὺ λέει: «Θέλω αὐτὴν νὰ παντρευτῶ καὶ δὲν ὑπολογίζω κανέναν, οὔτε μάνα οὔτε πατέρα». Ἀπὸ τὴν τρέλλα τοῦ ἐρωτευμένου μεγαλύτερη ἦταν ἡ «τρέλλα» τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου.

 

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ἔχυσαν τὸ αἷμα τους, οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἔχυσαν ἱδρῶτες καὶ δάκρυα, ἔκαναν πνευματικὰ πειράματα στὸν ἑαυτό τους, σὰν καλοὶ βοτανολόγοι, ταλαιπωρήθηκαν οἱ ἴδιοι ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μᾶς ἀφήσουν τὶς πνευματικές τους συνταγές. Ἔτσι προλαβαίνουμε τὸ κακὸ ἢ θεραπεύουμε μιὰ πνευματικὴ ἀρρώστια μας καὶ ἀποκτᾶμε ὑγεία καί, ἐὰν φιλοτιμηθοῦμε νὰ τοὺς μιμηθοῦμε στοὺς ἀγῶνες, μποροῦμε ἀκόμη καὶ νὰ ἁγιάσουμε.

 

Δὲν συγκρίνονται, φυσικά, ὅλοι οἱ ἀγῶνες τῶν Ὁσίων, οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες κ.λπ., οὔτε καὶ τὰ βασανιστήρια ὅλων τῶν ἁγίων Μαρτύρων μὲ τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου μας, διότι ὅλους τοὺς βοηθοῦσε ὁ Χριστὸς θεϊκά, καὶ γλυκαίνονταν οἱ πόνοι τους ἀπὸ τὴν μεγάλη Του ἀγάπη. Στὸν ἑαυτό Του ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν χρησιμοποίησε καθόλου τὴν θεϊκή Του δύναμη καὶ ὑπέφερε τὸν πολὺ πόνο στὸ εὐαίσθητο Σῶμα Του ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη πρὸς τὸ πλάσμα Του. Αὐτὴν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἐὰν αἰσθανθῆ κανείς, τότε μόνο θὰ εἶναι καὶ ἐσωτερικὰ πραγματικὰ ἄνθρωπος. Ἀλλιῶς θὰ εἶναι πιὸ ἀναίσθητος καὶ ἀπὸ τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἥλιος αἰσθάνθηκε τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ σκοτείνιασε, γιατὶ δὲν ἄντεχε νὰ τὸ βλέπη. Ἡ γῆ, καὶ αὐτὴ τρόμαξε, ὅταν τὸ εἶδε. Οἱ πέτρες, καὶ αὐτὲς κομματιάσθηκαν. Οἱ τάφοι, καὶ αὐτοὶ σείσθηκαν τόσο δυνατά, ποὺ ξύπνησαν πολλοὺς κεκοιμημένους ἀπὸ χρόνια καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἔξω νὰ διαμαρτυρηθοῦν γιὰ τὴν ἀχάριστη αὐτὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Εὐεργέτη καὶ Λυτρωτή τους Θεό.

 

 

1) Ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται τὴν 1η Αὐγούστου.

2) Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 16 Ὀκτωβρίου.

3) Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 30 Δεκεμβρίου.

4) Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 20 Δεκεμβρίου.

 

 

  

ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

 

Νὰ ἑτοιμασθοῦμε. Ἂν δὲν σπείρη κανείς, πῶς νὰ δώση ὁ Θεὸς νὰ γίνουν καλὰ τὰ σιτάρια του; Πρέπει νὰ σπείρη ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ τί θὰ σπείρη, ὁ Θεὸς θὰ δώση. Καὶ στὸν στρατὸ λένε «ἔσο ἕτοιμος».

Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε ἕτοιμος, καὶ τότε δὲν φοβᾶται τίποτε. Τί νὰ φοβηθῆ; Τὸν θάνατο; Αὐτὸς θὰ τοῦ ἀνοίξη τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου, γιατὶ κάτω ἀπὸ τὴν πλάκα τοῦ τάφου εἶναι κρυμμένο τὸ κλειδὶ τῆς αἰωνιότητος. Ἄλλωστε ὁ μοναχός, ὅποτε καὶ ἂν πεθάνη, ἐν μετανοίᾳ βρίσκεται. Ἡ φυγή του ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ σχῆμα του αὐτὸ δηλώνουν. Μετανοεῖ καὶ προχωρεῖ νὰ κάνη λεπτὴ πνευματικὴ ἐργασία. Ὅσο αὐξάνει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, τόσο ἐλαττώνεται ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ δὲν τὸν ὑπολογίζει. Καὶ τότε ἰσχύει ἐκεῖνο ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ μὲ χωρίση ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» (1).

 

Τοὺς κοσμικοὺς ἡ σκέψη τοῦ μαρτυρίου τοὺς ἀναγκάζει νὰ καταφεύγουν στὸν Θεὸ καὶ νὰ λένε ἀπὸ φόβο «Χριστέ μου, Παναγία μου», ἐνῶ ὁ μοναχὸς θέλει νὰ εἶναι συνέχεια κοντὰ στὸν Θεό, γιατὶ Τὸν ἀγαπάει. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς κάνουν τὸ καλό, γιατὶ φοβοῦνται νὰ μὴν πᾶνε στὴν κόλαση. Ὁ μοναχὸς ὅμως κάνει τὸ καλὸ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὸν Εὐεργέτη του Θεό.

Καὶ ἂν θέλης νὰ νιώσης καὶ λίγο τὴν ἄσκηση, μιὰ ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ νηστέψης σαράντα ἡμέρες, ὅπως ὁ Χριστός, νήστεψε καὶ ἐσὺ ἔστω μία Τετάρτη ποὺ Τὸν πρόδωσαν καὶ μία Παρασκευή (2) ποὺ Τὸν σταύρωσαν. Ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει μαρτύριο, μποροῦν τὴν ἀγάπη τους αὐτή, ἀπὸ τὴν ὁποία καίγονται, νὰ τὴν ἐκδηλώσουν μὲ ἄσκηση σωματικὴ γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων ποὺ καίγονται, γιὰ νὰ βροῦν λίγη ἀνάπαυση. Ὅπως τὸ μαρτύριο εἶναι πανηγύρι, ἔτσι καὶ ἡ ἄσκηση εἶναι πανηγύρι, γιατὶ ἀποφεύγει κανεὶς ὅλη τὴν ἀνθρώπινη παρηγοριὰ καὶ βρίσκει τὴν θεία.

 

Οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ἔνιωθαν μεγάλη χαρὰ ποὺ τοὺς δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ μαρτυρήσουν. Ἀπὸ τὸ μαρτύριο ξεκίνησε ὁ ἀσκητισμὸς στὴν πνευματικὴ ζωή. Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἔβγαλε τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς φυλακὲς – γιατὶ τοὺς εἶχαν ἐκεῖ, γιὰ νὰ τοὺς τελειώσουν – ἄλλους σακατεμένους κ.λπ., καὶ σταμάτησαν τὰ μαρτύρια. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ περίμεναν στὶς φυλακὲς μὲ χαρὰ τὴν σειρά τους, γιὰ νὰ μαρτυρήσουν, ὅταν ἐλευθερώθηκαν, πολὺ στενοχωρήθηκαν ποὺ τοὺς χάλασε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὴν δουλειά. Ἐκεῖ ποὺ περίμεναν τὸ μαρτύριο μὲ χαρά, βρέθηκαν ἐλεύθεροι. Ὁπότε, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν φλόγα ποὺ εἶχαν νὰ μαρτυρήσουν, πῆραν τὰ βουνά. Γι᾿ αὐτὸ τὰ μαρτύρια ποὺ θὰ τοὺς ἔκανε ὁ Διοκλητιανός, ὁ Μαξιμιανός, τὰ ἔκαναν μόνοι τους στὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν ἄσκηση. Ἄλλος πήγαινε καὶ κρεμιόταν μὲ σχοινιὰ ἀπὸ τὰ χέρια σὲ κανένα δένδρο· προσευχόταν μὲ πόνο, ἀλλὰ ἀγαλλόταν θεϊκά. Ἄλλος δενόταν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Ἔτσι θὰ μὲ ἔδενε, ἔλεγε, ὁ Διοκλητιανός»! Καὶ ἔνιωθαν μεγάλη χαρὰ ποὺ βασάνιζαν τὸν ἑαυτό τους. Ξεκίνησαν οἱ πρῶτοι μὲ αὐτὴν τὴν θεία τρέλλα, τὴν θεία παλαβομάρα, καὶ δόθηκαν στὴν ἄσκηση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ τοὺς μιμήθηκαν στὴν ἄσκηση καὶ ἄλλοι. Ἔτσι μπῆκε ὁ ἀσκητισμὸς στὴν θρησκεία μας. Ἄλλοι πάλι πιό... παλαβοὶ εἶπαν «εἴμαστε πρόβατα τοῦ Χριστοῦ!» καὶ ἔτρωγαν μόνο χορτάρι ἀπὸ τὴν γῆ. Αὐτοὶ ἦταν οἱ λεγόμενοι «βοσκοί». Ζοῦσαν τόσο ἔντονα τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική τους μηδαμινότητα, ποὺ ἔλεγαν: «Εἶμαι ζῶο ἀχάριστο, σὲ ὅλη μου τὴν ζωὴ θὰ τρώω χόρτα», καὶ ἔτσι ἔκαναν. Ἔτρωγαν χόρτα καὶ χαίρονταν. Φτερούγιζε ἡ καρδιά τους ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό. «Πρόβατο τοῦ Χριστοῦ, ἔλεγαν, δὲν εἶμαι; Θὰ τρώω χόρτα» (3). Ἀργότερα ὅμως τὸ ἀπαγόρευσε ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ οἱ κυνηγοὶ πολλοὺς τοὺς περνοῦσαν γιὰ ἄγρια ζῶα καὶ τοὺς σκότωναν.

 

Σήμερα αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι· τὰ θεωροῦν ἀνοησίες! «Γιατί νὰ τρώω χόρτο σὰν τὸ ζῶο;», λένε ἢ «γιὰ ποιό σκοπὸ νὰ κρεμιέμαι ἔτσι καὶ νὰ ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου;». Εἶδες ὅμως τί λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ; «Μακάρι νὰ μᾶς ἀξιώση ὁ Θεὸς νὰ κάνουμε τέτοιες ἀταξίες» (4), νὰ φθάσουμε σ᾿ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἀταξία.

 

 

1) Βλ. Ρωμ. 8, 35.

2) Νὰ ἀπέχη δηλαδὴ ἀπὸ φαγητὸ καὶ νερὸ ὅλη τὴν ἡμέρα.

3) Πρβ. Σωζόμενος, PG 67, 1395 κ.ἑ.· Εὐάγριος PG 86, 2480Β· Μόσχος PG 87, 2868Β καὶ Λεόντιος PG 93, 1688C.

4) Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΚΔ´, σ. 90-91.

 

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ